Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

ΟΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΙΑΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ

Α.

It’s a fact: Η διεθνής οικονομία έχει εισέλθει σε ύφεση.
Το χρηματοπιστωτικό κραχ, έχει ήδη σχηματίσει την αλυσίδα των επιπτώσεων που σκιαγραφεί την είσοδο των οικονομιών σε μείωση του ρυθμού ανάπτυξης των ΑΕΠ.
Το ζητούμενο των κυβερνήσεων και των υπερεθνικών οργανισμών είναι αναστροφή αυτής της κατάστασης. Πως δηλαδή ή ύφεση δεν θα παγιωθεί, πως θα επιτευχθεί οι επιπτώσεις να είναι ήπιας μορφής και μικρής διάρκειας. Τα γνωστά προβλήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα προκαλούν περιορισμό των χορηγήσεων και αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού, γεγονός που οδηγεί σε μείωση της ζήτησης και της κατανάλωσης, που με τη σειρά τους προκαλούν μείωση του ΑΕΠ.
Από παντού ακούγονται οι απελπισμένες φωνές των ΄΄ειδικών΄΄ για άμεση ανάγκη τόνωσης της οικονομίας και το σύνθημα είναι: μη σταματάτε να ξοδεύετε. Για όνομα του θεού, ξοδέξτε, ξοδέψτε, ν’ ανέβει το ΑΕΠ. Οι καθημαγμένοι καταναλωτές απαντούν, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά: << ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος>> και τα ΑΕΠ πάνε κατά διαόλου.
Τι είναι όμως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ;
Πολύ απλά είναι το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών μέσα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, συνήθως ένα χρόνο. Αυτή η αξία του συνολικού όγκου των πωλήσεων, δηλαδή του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων(τζίρος) μιάς χώρας, διαιρούμενη με τον πληθυσμό της μας δίνει και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Το ΑΕΠ αποτελεί επομένως ένα δείκτη, τον κυριότερο στα πλαίσια της συμβατικής οικονομικής θεωρίας, για την μέτρηση της οικονομικής απόδοσης, της ανάπτυξης, του εθνικού πλούτου και τελικά της προόδου μιάς κοινωνίας.
Στο ερώτημα :Ποια σχέση έχει το ατομικό ή εθνικό χρηματικό εισόδημα με το πραγματικό βιοτικό επίπεδο, τον εθνικό πλούτο, την πρόοδο και την ανάπτυξη;
οι οικονομολόγοι απαντούν ότι η αύξηση του συνολικού όγκου της εμπορευματικής παραγωγής, αποτελεί την κύρια απάντηση στην ανεργία, το χρέος, τα φορολογικά έσοδα κλπ. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να γίνονται επενδύσεις που θα επιτρέψουν την παραγωγή ολοένα και μεγαλύτερων ποσοτήτων εμπορευμάτων και υπηρεσιών, διότι έτσι θα προκύψουν νέες θέσεις εργασίας, μεγαλύτερα εισοδήματα, περισσότεροι φόροι και περισσότερος εθνικός πλούτος.
Όλες οι γνωστές σχολές σκέψης, νεοφιλελεύθεροι, μαρξιστές, κεϋνσιανοί, νεοκεϋνσιανοί, προσυπογράφουν την παραπάνω απάντηση χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Οι οπαδοί του μεγάλου Κέυνς- που σήκωσαν κεφάλι πάλι τελευταία και κατά πως δείχνουν τα πράγματα, αρχής δεδομένης από τον Πωλ Κρούγκμαν, θα αρχίσουν να σαρώνουν τα Νόμπελ Οικονομίας μετά το τριαντάχρονο διάλειμμα των θιασωτών των παραληρημάτων για την οικονομία της ΄΄προσφοράς΄΄ τύπου Φρήτνμαν, Χάγιεκ- ωρύονται ότι επείγει η χάραξη από τις κυβερνήσεις μιας επεκτατικής πολιτικής και όχι περιοριστικής, που θα συνίσταται σε μειώσεις των φόρων, αυξήσεις δημόσιων δαπανών σε συνδυασμό με την σωτηρία των τραπεζών έτσι ώστε να ανοίξουν οι κρουνοί του άφθονου και φθηνού χρήματος προκειμένου αυτό να φθάσει στον καταναλωτή, ο οποίος και σε τελευταία ανάλυση θα στηρίξει την ζήτηση.
Διαφορετικά προφητεύουν ότι αν παραμείνουμε σε συνθήκες μειωμένης ζήτησης, τότε θα προσκρούσουμε στον περίφημο στην οικονομική θεωρία πολλαπλασιαστή του Κέυνς. Αυτός με απλά λόγια λέει ότι όταν η ζήτηση μειώνεται κατά 10 ας πούμε μονάδες, τότε το ΑΕΠ, δηλαδή τα εισοδήματα, μειώνονται κατά 50.
Τα ίδια πάνω-κάτω μουρμουράνε και οι μαρξιστές, που κι αυτοί θεωρούν ότι η παρούσα κρίση βοηθάει στην νεκρανάσταση του Καρόλου Μαρξ, θεός σχωρέστον, και οι οποίοι δεν παύουν να διαλαλούν ότι το κύριο πρόβλημα του καπιταλισμού ήταν είναι και θα είναι ότι μπλοκάρει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή στο τέλος-τέλος την αύξηση του όγκου των παραγόμενων εμπορευμάτων λόγω των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, ενώ σε μια σοσιαλιστική κοινωνία επειδή η εν λόγω αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής δεν θα υφίσταται, ο καταναλωτής, απελευθερωμένος πλέον από τα δεσμά της ανέχειας και της εξαθλίωσης θα μπορεί να τσακίζει από φούρνους μικροκυμάτων, μέχρι βίλες στο Σαιν Τροπέ και επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής κάθε δίμηνο.
Εκείνο που τους πειράζει είναι ότι αυτή η απίστευτη πληθώρα εμπορευμάτων και υπηρεσιών κατανέμεται άνισα. Εν ολίγοις τους ενοχλεί το μοίρασμα της πίτας και όχι η σύνθεση ή η ποιότητά της. Για την αύξησή της δε, ούτε λόγος να γίνεται, οπωσδήποτε και πρέπει να αυξηθεί, άδουν και αυτοί εν χορώ αντάμα με όλους τους υπόλοιπους.
Η επικρατούσα λοιπόν οικονομική σκέψη υιοθετεί την διευρυμένη ταυτότητα:
Οικονομική μεγέθυνση (growth)=οικονομική ανάπτυξη(development)=πρόοδος (evolution). Επομένως το βιοτικό επίπεδο, ο εθνικός πλούτος και το επίπεδο ανάπτυξης θεωρούνται απλώς συνάρτηση του όγκου της παραγωγής εμπορευμάτων. Εξ ορισμού, όσα περισσότερα υλικά πράγματα κατασκευάζονται, τόσο μεγαλώνει ο εθνικός πλούτος, τόσο ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο και το επίπεδο ανάπτυξης.
Η σύγχυση της έννοιας της μεγέθυνσης με αυτήν της ανάπτυξης και της προόδου οδηγεί κατευθείαν στο παράδοξο του λεγόμενου, κατά τον Χέγγελ, ΄΄κακού απείρου΄΄.
Η έννοια της ανάπτυξης, αύξησης και φθίσης κατά τον Αριστοτέλη, ήταν ένα θέμα με το οποίο ασχολήθηκε ο μεγάλος Σταγειρίτης στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης των μορφών της κίνησης. Το είδος αυτό της κίνησης το μελέτησε παρατηρώντας τους ζωντανούς οργανισμούς, το πώς λόγου χάριν ένας γυρίνος μετατρέπεται σε βάτραχο ή ένα αυγό σε κοτόπουλο. Τα πορίσματά του τα βάσισε στην επινόηση του εννοιολογικού εργαλείου της εντελέχειας. Εντελέχεια, είναι το τέλος, ο σκοπός που έχει εντός του(εν+τέλει+έχον) ο οργανισμός, και που όταν πραγματωθεί τότε ολοκληρώνεται η αναπτυξιακή διαδικασία Με ένα παράδειγμα : ο γυρίνος έχει μέσα του το τέλος του, δηλαδή την εξέλιξή του σε βάτραχο, ο οποίος και αποτελεί το όριο, το πέρας του είδους βάτραχος. Η όλη ανάπτυξη του είδους ολοκληρώνεται άπαξ και προσλάβει την μορφή του βατράχου. Ο γυρίνος δεν μπορεί να εξελιχθεί σε αετό ούτε σε κόκορα, αλλά νομοτελειακά οδεύει προς την μορφή που ενσωματώνεται μέσα στον γενετικό του κώδικα(με σημερινή ορολογία), δηλαδή οι δυνατότητές του είναι συγκεκριμένες και πλήρως καθορισμένες. Η ανάπτυξη έχει επομένως αρχή και τέλος, ενώ ο Αριστοτέλης δεν αποδέχθηκε ποτέ την ύπαρξη εν ενεργεία απείρου. Στην σκέψη του το άπειρο είναι μόνο δυνάμει, αυτό που χαρακτηρίζει την φύση είναι το πέρας, ο καθορισμός. Τώρα, οι μοντέρνοι οικονομολόγοι αγνοώντας τις αριστοτελικές καταβολές τους και έχοντας μαύρα μεσάνυχτα για την βαριά μεταφυσική που υπόκειται των συλλογισμών τους, μιλούν για ανάπτυξη, αλλά αργά ή γρήγορα προσκρούουν στον Αριστοτέλη. Γιατί; Εάν η ανάπτυξη δεν έχει πέρας, όπως αντιθέτως θέλει ο Αριστοτέλης για κάθε ζωντανό οργανισμό, και τέτοιος είναι και η κοινωνία, τότε πως θα μπορέσουμε να προσδιορίσουμε πότε αυτή είναι επαρκής; Και ακόμη πως θα μπορέσουμε να συζητήσουμε την επιθυμητή μορφή μιάς επαρκώς αναπτυγμένης κοινωνίας, και να την συγκρίνουμε με άλλες λιγότερες ή καθόλου ανεπτυγμένες; Απλούστατα οι συμβατικοί οικονομολόγοι είναι ανίκανοι να διεξέλθουν μια τέτοια συζήτηση, γι αυτό και τέτοιου είδους προβληματισμούς τους ξορκίζουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, ανεξάρτητα από το πόσο ευρεία και πολύπλοκη έχει γίνει μια οικονομία, το μόνο που θέλουν να βλέπουν είναι αύξηση, όλο και μεγαλύτερη αύξηση, του όγκου της οικονομίας. Ετούτο είναι και το λεγόμενο ΄΄κακό άπειρο΄΄. Δηλαδή ο εγκλωβισμός σε μια ατέρμονη διαδικασία του όλο και περισσότερο, του όλο και πιο πολύ. Εάν μια οικονομία δεν σημειώνει αύξηση τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ της κάθε χρόνο, τότε οι φωστήρες κραυγάζουν ότι βρίσκεται σε ύφεση, και όταν αναπτύσσεται με ρυθμούς 8-10% ετησίως, την βαφτίζουν ταχέως αναπτυσσόμενη και την εκθειάζουν.

Διάλειμμα, και επανέρχομαι, με τα θέματα της ανάπτυξης και των ευκαιριών που παρέχει η παρούσα κρίση για αναστοχασμό σε σχέση με την πορεία των κοινωνιών και την πιθανή νέα νοηματοδότηση της ζωής μας.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τι είδους ανάπτυξη μπορεί να γίνει αν ο υπέρτατος στόχος της αναπτυξιακής προσπάθειας ενός έθνους είναι να μεγιστοποιήσει τον όγκο των επενδύσεων και τις πωλήσεις; Προφανώς θα υπάρξει ισχυρή τάση για ανάπτυξη εκείνων των δραστηριοτήτων τις οποίες οι κεφαλαιούχοι, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνήσεων θεωρούν ως τις πλέον πιθανές να οδηγήσουν σε μεγιστοποίηση των πωλήσεων. Κι αυτές δεν είναι παρά οι δραστηριότητες που στρέφονται στην κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών των μεσαίων και υψηλών κοινωνικών στρωμάτων. Αντίθετα, σχετικά μικρός τζίρος θα προέλθει από τις επενδύσεις κεφαλαίων σε φτηνά είδη πρώτης ανάγκης που προορίζονται για τους φτωχότερους. Πολύ μεγαλύτερο κέρδος είναι πιθανό να προκύψει από την ανταπόκριση στην ενεργό ζήτηση όσων διαθέτουν μεγαλύτερο εισόδημα. Έτσι οι οικοδομικές επιχειρήσεις θα επενδύσουν τα κεφάλαιά τους στην κατασκευή πολυτελών κατοικιών που στοιχίζουν τουλάχιστον 10 φορές περισσότερο από μια μέτρια αλλά αρκετά ικανοποιητική κατοικία.
Επομένως οι κυβερνήσεις που βλέπουν ως πανάκεια την αύξηση του ΑΕΠ, ενθαρρύνουν και ευνοούν δραστηριότητες που φαίνονται πιο επιθυμητές και έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να παράγουν αυτά που θέλουν οι σχετικά πλουσιότεροι άνθρωποι, δηλαδή ό,τι είναι πιο ακατάλληλο για να ικανοποιηθούν οι επείγουσες ανάγκες του πληθυσμού. Εκεί που αυτό γίνεται ξεκάθαρο, είναι οι χώρες του τρίτου κόσμου όπου τα κεφάλαια διοχετεύονται στην παραγωγή αγαθών και βιομηχανικών προιόντων για τις ολιγομελείς μεσαίες και ανώτερες τάξεις, καθώς και για τις εξαγωγές. Το πλέον γλαφυρό παράδειγμα αφορά τις καλλιέργειες εξαγωγής. Πάνω από 100 εκατομμύρια εκτάρια γης στον τρίτο κόσμο καλλιεργούνται με στόχο την εξαγωγή σε πλούσιες χώρες, ενώ οι άνθρωποι που δουλεύουν στις φυτείες καρπώνονται μόνο ένα αμελητέο ποσοστό της αξίας που δημιουργούν με αποτέλεσμα να πεινούν. Τελευταίο δείγμα η στροφή τεράστιων αγροτικών εκτάσεων στην καλλιέργεια βιοκαυσίμων, γιατί η αγορά προσφέρει καλύτερες τιμές γι’ αυτά, και η απόσυρσή τους από την παραγωγή προϊόντων ικανών να θρέψουν δεκάδες εκατομμύρια υποσιτισμένων ανθρώπων στον τρίτο κόσμο.

Αλλά η ίδια τακτική ακολουθείται και στις πλούσιες χώρες . Έτσι εξηγείται και η διοχέτευση κεφαλαίων σε δραστηριότητες όπως κατασκευές καζίνων, γηπέδων γκολφ, μαρινών, αγωνιστικών στίβων για μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα κλπ,κλπ.
Οι πολύτιμοι συντελεστές της παραγωγής: κεφάλαια, γη και εργατικό δυναμικό διοχετεύονται στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών για αυτούς που έχουν να τα πληρώσουν. Ο συμβατικός οικονομολόγος, πρέπει να το χωνέψουμε, αδυνατεί να διακρίνει μεταξύ μιάς επένδυσης σε αναγκαία τρόφιμα και εκείνης σε καλλυντικά. Δεν τον ενδιαφέρει η χρησιμότητα των προϊόντων. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να γίνονται περισσότερες επενδύσεις, διότι έτσι θα προκύψουν νέες θέσεις εργασίας, μεγαλύτερα εισοδήματα, περισσότεροι φόροι κλπ. Η σύνθεση του εθνικού πλούτου του είναι αδιάφορη. Επίσης αδιάφορο του είναι και το ερώτημα του ποιος επωφελείται από την αύξηση του εθνικού προϊόντος. Δέκα παραπάνω εκατομμύρια ευρώ θεωρούνται ενδιαφέροντα, ανεξαρτήτως αν παίρνουν τη μορφή πολυτελών γιωτ, γηπέδων γκολφ ή ταπεινών εργατικών κατοικιών.
Το πρόβλημα είναι σαφές. Είτε οι συνιστώσες του ΑΕΠ-γη, κεφάλαιο και εργασία- θα χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή αγαθών που χρειάζονται οι άνθρωποι, είτε θα χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή αγαθών που θέλουν οι πλούσιοι και οι καταναλωτές των πλούσιων χωρών. Τρίτη επιλογή δεν υπάρχει.
Ο συμβατικός οικονομολόγος παρόλα αυτά θεωρεί πως έχει ένα τρομακτικό όπλο-επιχείρημα στην φαρέτρα του, και αυτό ακούει στο όνομα: trickle down effect.
Μην αλαφιάζεστε και μην τρομοκρατείστε. Σε μετάφραση σημαίνει: διάχυση προς τα κάτω των οικονομικών ωφελημάτων.
Με ένα παράδειγμα: το καινούργιο εργοστάσιο εξεζητημένων και ακριβών καλλυντικών στην υποβαθμισμένη λούμπεν γειτονιά σας, μην κοιτάτε που δεν παράγει τίποτα που να χρειάζεστε ή που να μπορείτε να αγοράσετε, αλλά βρε κουτά δημιουργεί θέσεις εργασίας, άρα εισοδήματα για εσάς τους κακομοίρηδες που θα δουλέψετε εκεί, κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει περισσότερη ενεργή ζήτηση και κατά συνέπεια μεγαλύτερη παραγωγή βασικών αγαθών και για εσάς βρε παλιόπαιδα. Τοιουτοτρόπως επέρχεται μια διάχυση, μας λένε, των ωφελημάτων από τα ανώτερα προς τα κατώτερα στρώματα. Τι σου είναι η επιστήμη, έτσι;
Έλα όμως που σήμερα τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την εφαρμογή αυτών των οικονομικών συνταγών και θεωριών έχει συγκεντρωθεί πληθώρα στατιστικών στοιχείων και δεδομένων, που παρέχουν συντριπτική επιχειρηματολογία εναντίον αυτών των απόψεων; Ας αφήσουμε στην άκρη το πολύ αμφισβητούμενο θέμα της ουσιαστικής συσχέτισης μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και ποιότητας ζωής, και ας επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην κατανομή του πλούτου μεταξύ πλούσιων και φτωχών για να δούμε κατά πόσο επιβεβαιώνεται η περίφημη θεωρία της διάχυσης προς τα χαμηλότερα στρώματα
Kαι τώρα ήρθε η ώρα να σας ζαλίσω με ολίγα, που λέει ο λόγος, στοιχεία, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Πάμε λοιπόν.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ, το εισοδηματικό άνοιγμα ανάμεσα στο ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις πλουσιότερες χώρες και το ένα πέμπτο που ζει στις φτωχότερες, το οποίο το 1960 προτού ξεκινήσει η σημερινή παγκοσμιοποίηση ήταν 30 προς 1, διπλασιάστηκε σε 60 προς 1 μέχρι το 1990, και μέχρι το 1997 ήταν 74 προς 1. Ως αποτέλεσμα αυτών των τάσεων, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το πλουσιότερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού κατείχε το 86% του παγκόσμιου ΑΕΠ έναντι 1% του φτωχότερου 20%! Φυσικά, μια τέτοια συγκέντρωση σημαίνει αντίστοιχη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, κάτι που επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως το ίδιο ένα πέμπτο των πλουσιότερων ελέγχει σήμερα το 82% των παγκόσμιων αγορών εξαγωγών και το 68% των ξένων άμεσων επενδύσεων.
Η πελώρια αυτή συγκέντρωση δεν γίνεται βέβαια μόνο στον Βορρά σε σχέση με τον Νότο, αλλά και μέσα στον ίδιο τον Βορρά. Για παράδειγμα, στη Βρετανία, τα τελευταία 20 χρόνια οι εισοδηματικές ανισότητες έχουν διευρυνθεί σημαντικά. Σύμφωνα με την Έκθεση μιας ομάδας διαμόρφωσης πολιτικής που διορίστηκε από την κυβέρνηση Μπλερ, μεταξύ 1979 και 1998-99, τα «πραγματικά» (σε αγοραστική αξία) εισοδήματα του φτωχότερου 10% του πληθυσμού αυξήθηκαν μόλις κατά 6%, ενώ τα αντίστοιχα εισοδήματα του πλουσιότερου 10% αυξήθηκαν κατά 82%( Patrick Wintour, The Guardian, Απρίλιος 27, 2001)
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σύμφωνα με συλλογική έρευνα των πανεπιστήμιων Bristol, York, Loughborough και Herriot-Watt που βασίστηκε σε στοιχεία της Βρετανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, στο τέλος του 1999, 26% του βρετανικού πληθυσμού ζούσε στη φτώχια, λόγω χαμηλού εισοδήματος και αδυναμίας κάλυψης στοιχειωδών αναγκών. Έτσι, ενώ το 1983 το ποσοστό νοικοκυριών που δεν μπορούσε λόγω χαμηλού εισοδήματος να καλύψει τρεις η περισοοτερες στοιχειώδεις ανάγκες ήταν 14%, το 1990 αυτό το ποσοστό αυξήθηκε σε 21% και το 1999 είχε ξεπεράσει το 24%!( Felicity Lawrence “'Mass affluents' get richer as the poor get poorer”, The Guardian, 2 Απριλίου 2001)
Επίσης, στις ΗΠΑ, το 60% της αύξησης του εισοδήματος από το 1980 ως το 1990 το εισέπραξε το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού, ενώ το πραγματικό εισόδημα του φτωχότερου 25% παρέμεινε στάσιμο για τριάντα χρόνια
Πράγμα που εξηγεί γιατί το 1% πλουσιότεροι Αμερικανοί είδαν το μερίδιο τους στον συνολικό πλούτο να διπλασιάζεται από το 1976, με αποτέλεσμα να έχουν σήμερα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα οι υπόλοιποι 95% μαζί( Will Hutton, «Why America's richest love taxes», Observer, 25/2/01 )
Φυσικά, οι απολογητές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης έχουν αποδυθεί τελευταία, με τη βοήθεια στατιστικών αλχημειών, σε μια γιγαντιαία προσπάθεια παραπλάνησης για τα «αγαθά» της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, υποστηρίζεται «σοβαρά» ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μειώνει δραστικά τον αριθμό των φτωχών στον κόσμο! Και αυτό, τη στιγμή που έγκυρη μελέτη του ΟΗΕ δείχνει ότι τη δεκαετία του 1990 που άνθιζε παντού η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ο αριθμός των ανθρώπων που μόλις επιβίωναν με εισόδημα κάτω από ένα δολάριο την ημέρα ―εξαιρούμενης της Κίνας― αυξήθηκε από 916 σε 936 εκ ανθρώπους, ενώ 2,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι (σχεδόν ο μισός πλανητικός πληθυσμός) ζούσε κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας (2 δολάρια την ημέρα).( UN: Human Development Report 2002, Table 1.2)
Η μείωση των φτωχών που διαφημίζουν οι νεοφιλελεύθεροι οφείλεται βασικά στο γεγονός ότι σύμφωνα με κάποιες άκρως αμφιλεγόμενες έρευνες( Βλ πχ William R. Cline, Trade Policy and Global Poverty, ( Washington, D.C, The Institute for International Economics, 2004) και κριτική για τις στατιστικές αλχημείες στη μελέτη των Mark Weisbrot, David Rosnick, and Dean Baker, Poor Numbers: The Impact of Trade Liberalization on World Poverty, (Center for Economic and Policy Research, 18/11/04)μερικά εκατομμύρια που κέρδιζαν λίγο κάτω από δυο δολάρια την ημέρα έγιναν…πλουσιότεροι επειδή σήμερα κερδίζουν συνήθως 10 σέντς περισσότερα από ότι πριν, και έτσι σβήστηκαν από τη λίστα των επίσημα φτωχών! Πρωταρχικό ρόλο στη παγκόσμια «μείωση» της φτώχειας έπαιξε το γεγονός ότι 400 περίπου εκατομμύρια Κινέζοι σβήστηκαν από τη λίστα των επίσημα φτωχών όταν μετακόμισαν από τις άθλιες συνθήκες της υπαίθρου στις τρώγλες των αστικών κέντρων η τα γκετοποιημενα εργοστάσια (Πρόσφατο ντοκιμαντέρ του BBC 4 έκανε φανερές τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργατών της ΝΟΚΙΑ που θεωρείται μάλιστα και πρότυπο σε σχέση με τις ακόμη χειρότερες συνηθως συνθήκες άλλων επιχειρήσεων!) με ακόμη πιο άθλιες συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης, αλλά και με «εισόδημα» που κατάφερνε να ξεπερνά το όριο της επίσημης φτώχειας.
Τι συνάγουμε από όλα αυτά; Απλούστατα πολύ λίγο ποσοστό πλούτου διαχέεται στα χαμηλότερα στρώματα. Το μεγαλύτερο όφελος καρπώνονται οι ήδη σχετικά πλούσιοι. Το εισόδημα αυξήθηκε εντυπωσιακά, αλλά σχεδόν όλη η αύξηση απορροφήθηκε από τις πλούσιες χώρες . Αυτό που παρατηρείται παγκοσμίως είναι μια διαρκώς επιταχυνόμενη πόλωση. Σχετικά λίγες χώρες, και σχετικά λίγα άτομα μέσα σε αυτές, πλουτίζουν γρήγορα. Οι υπόλοιποι παραμένουν στάσιμοι ενώ πολλοί φτωχαίνουν. Η σημερινή οικονομία εστιάζει σε επενδύσεις και θέσεις εργασίας σε τομείς και περιοχές όπου οι προοπτικές φαίνονται πιο κερδοφόρες.
Μια συνηθισμένη εκδοχή του επιχειρήματος της διάχυσης προς τα κάτω είναι ο ισχυρισμός του συμβατικού οικονομολόγου πως περισσότερη ανάπτυξη θα δημιουργήσει πλεόνασμα που θα λύσει τα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης και της καταστροφής του περιβάλλοντος. Κι’ ενώ το αστείον του πράγματος θα φαίνονταν αμέσως, εάν ακούγαμε κάποιον να μας λέει: πρέπει να τρώω περισσότερο για να έχω περισσότερη ενέργεια ώστε να γυμνάζομαι κι έτσι να χάσω βάρος, γιατί θα απαντούσαμε αμέσως στον κρετίνο: << και γιατί πουλάκι μου, δεν κάνεις και λίγη δίαιτα ξεκινώντας από τούτη τη στιγμή;>>, το επιχείρημα του φίλου μας οικονομολόγου το ακούμε γεμάτοι θαυμασμό και αποδοχή. Αλλά ας όψεται η αποχαύνωση και η άμβλυνση της κριτικής ικανότητας στην οποία εκπέσαμε ομαδικώς εδώ και κάτι δεκαετίες.
Δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι το οικολογικό, όπως και τα άλλα προβλήματα δεν λύνονται με την συνέχιση της φρενήρους παραγωγής και κατανάλωσης, παρά μόνο με δραστικές περικοπές. Η δραστική μείωση του όγκου της σημερινής παραγωγής και κατανάλωσης των πλούσιων κατά κύριο λόγο χωρών, είναι μονόδρομος.
Και με αυτές τις παρατηρήσεις, εισέρχομαι σε αυτό που θεωρώ το βασικό ενδιαφέρον αυτής της παρέμβασης, και σχετίζεται με τις αλλαγές σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο που κατά τη γνώμη μου πρέπει να γίνουν για να αρχίσει να αλλάζει κάτι.