Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Πόσοι μετανάστες χωράνε στην μικρή Ελλάδα;

(Σύντομη λογικοφιλοσοφική πραγματεία περί χωρητικότητας πολλών ανθρώπων σε έναν δοσμένο και εξαιρετικής στενότητος χώρο)
Διαφορετικά ειπωμένο, πόσοι νομά χωρούν σ’ ένα δωμά;
Κορυφαίο, και ακαταμάχητο, ρητορικό και όχι μόνο ερώτημα, Ελληναράδων αλλά και σοβαρά σκεπτόμενων ανθρώπων(κι αυτό το τελευταίο το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας) που υπονοεί ότι πρέπει να μπει ένας φραγμός στην ανεξέλεγκτη είσοδο μεταναστών στην μικρή μας Ελλαδίτσα που δεν έχει απεριόριστες δυνατότητες εισδοχής λαθρομεταναστών.
Το συγκεκριμενοποιώ και το δραματοποιώ έτι περαιτέρω:
Έχουμε ένα δωμάτιο 2Χ3, (όπως λέει και το τραγουδάκι΄΄καμαρούλα μια σταλιά΄΄ κλπ,κλπ) όπου κατοικούν 2 άτομα. Εμφανίζονται από το πουθενά 5 ξενομερίτες ΄΄τουρκόγυφτοι΄΄(=κατά την προσφιλή ορολογία κάποιων που περιλαμβάνει: αφρικανούς, αφγανούς, πακιστανούς, ιρακινούς και άλλους φτωχοδιάβολους) και διεκδικούν κι αυτοί χώρο για να μείνουν εντός της στενής καμαρούλας. Τι μπορεί να γίνει;

Παραθέτω αμέσως τις λογικές εναλλακτικές λύσεις:

Α)Βγαίνουν από μέσα οι δυο και μπαίνουν οι πέντε. Σκληρό για τους δυο; Είναι ζήτημα συσχετισμού δύναμης, δηλ. ποιοι είναι πιο τσαμπουκάδες.

Β)Κάθονται μέσα οι δύο και μένουν απ’ έξω οι πέντε
Οι δύο παραπάνω λύσεις του προβλήματος εντάσσονται στην λογική του συσχετισμού δύναμης. Προς το παρόν, αυτή η λογική εφαρμόζεται. Οι γηγενείς λένε: ο τόπος είναι δικός μας, ιδιοκτησία μας ντε. Δεν σας γουστάρουμε και σας πετάμε έξω ή πρώτα σας ξεζουμίζουμε στη δουλειά στα χωράφια και στις οικοδομές και μετά σας πετάμε έξω.

Γ) Εάν δεν υπάρχει η παραπάνω δυνατότητα, τους βάζουμε να μένουν στο μοναδικό οίκημα εκ περιτροπής, ένα μήνα στο ύπαιθρο οι 5, ένα μήνα στο οίκημα οι 2 και πάλι από τη αρχή.
Αυτή η εναλλακτική για να εφαρμοσθεί προϋποθέτει αγάπη προς τη υπαίθριο ζωή, ανοιχτό πνεύμα και μεγάλη ψυχή. Τίποτα από τα τρία δεν διαθέτουμε.

Δ)Οι δυο κάθονται κάτω σκέφτονται το πρόβλημα και αποφασίζουν πως είναι καλύτερο να βοηθήσουν τους 5 να παραμείνουν στον τόπο τους, στέλνοντάς τους οικονομική βοήθεια και ότ,τι άλλο χρειαστεί για να μην αναγκαστούν οι ξενομερίτες να ξεκουβαληθούν και νάρθουν να διεκδικήσουν παραμονή στο φτωχομπινεδιάρικο ενδιαίτημα. Αυτό συνεπάγεται εξοικονόμηση πόρων που θα διατεθούν για την οικονομική ανάπτυξη των ΄΄υπανάπτυκτων΄΄, προγραμματισμό και ανθρώπους που βλέπουν μακριά. Ούτε αυτά τα έχουμε.

Άρα τι κάνουμε; Η εναλλακτική Β φαντάζει ως η πιο εφαρμόσιμη και ρεαλιστική διότι έχει το μικρότερο κόστος βραχυπρόθεσμα και δεν ξεβολεύει τους ελληναράδες από τις συνήθειές τους. Τι θα γίνει όμως όταν αρχίσουν να καταφθάνουν κατά κύματα οι ξενομερίτες έξω από το κονάκι των ντόπιων και η επιμονή στην Β εναλλακτική αρχίσει να έχει μεγάλο κόστος, και λέγοντας κόστος το εννοώ με μια ευρεία έννοια και όχι την στενή οικονομική, πχ κόστος έχει και η αύξηση της εγκληματικότητας και τα έξοδα συντήρησης ενός ογκώδους κατασταλτικού μηχανισμού που απαιτείται για να αποτρέπει την είσοδο των ξένων αλλά και για την στενή επιτήρησή τους.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΟΥΣΩΝ ΤΑΞΕΩΝ

-1-
Τις προάλλες διέρρευσε στον αγγλικό τύπο μια απόρρητη έρευνα του βρετανικού υπουργείου εθνικής άμυνας σχετική με την οργάνωση και τα προβλήματα του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος κατά την διάρκεια της εισβολής στο Ιράκ.
Στα πλαίσια της διερεύνησης αυτής αξιωματικοί που υπηρέτησαν στα πεδία των μαχών κατέθεσαν ότι οι τα αλεξίσφαιρα γιλέκα δεν επαρκούσαν, ότι υπήρχαν μονάδες στην πρώτη γραμμή των μαχών χωρίς πυρομαχικά και γενικά έδωσαν μια εικόνα απίστευτου μπάχαλου στην επιμελητεία, την οργάνωση και τον συντονισμό των υπηρεσιών που εμπλέκονταν στην όλη επιχείρηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: στην μέση της ερήμου και ενώ μια μονάδα περίμενε εναγωνίως τις αναγκαίες προμήθειες, κατέφθασε εξοπλισμός για…σκι!!!
Γι’ αυτό εξάλλου συγκροτήθηκε και επιτροπή για την διερεύνηση της εμπλοκής της χώρας στον πόλεμο του Ιράκ , με την ελπίδα ότι τα συμπεράσματά της θα χρησιμεύσουν ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη στο μέλλον. Ο πρόεδρος της επιτροπής σερ Τζον Τσίλκοτ, υποσχέθηκε ΄΄ενδελεχή, αυστηρή, δίκαιη και ειλικρινή έρευνα΄΄, αλλά την σύνθεσή της έκανε η Ντάουνινγκ Στριτ, αφήνοντας πολλές αμφιβολίες για την αμεροληψία της.
-2-
Το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ ξόδεψε 230 εκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσει υπερσύγχρονους ανιχνευτές πυρηνικών βομβών που χρησιμοποιούν ως καύσιμο το ήλιο-3, ένα αέριο που σχηματίζεται όταν το τρίτιο, που είναι ισότοπο του υδρογόνου και περιλαμβάνεται στις βόμβες υδρογόνου, υφίσταται μετάπτωση. Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση σταμάτησε την παραγωγή του αερίου αυτού το 1989 κι έτσι οι πανάκριβοι ανιχνευτές, 1300 με 1400 τεμάχια περίπου, θα μείνουν στα κιβώτιά τους μέχρι να βρεθεί τρόπος να ξεκινήσει πάλι η παραγωγή του ηλίου, και μέχρι τότε μόνη λύση αποτελούν οι παλιοί ανιχνευτές οι οποίοι βέβαια σφυρίζουν ακατάσχετα όταν τα ελεγχόμενα εμπορευματοκιβώτια έχουν αθώο περιεχόμενο, όπως κεραμικά πλακάκια, μπανάνες και άλλα εξόχως ….επικίνδυνα για την εθνική ασφάλεια υλικά!!
-3-
Σε μεγάλη φαρσοκωμωδία εξελίσσεται η επιχείρηση της εγχώριας ψωροσοσιαλιστοκώσταινας για την στελέχωση του κρατικού μηχανισμού με γενικούς γραμματείς. Πενήντα τόσες ημέρες μετά την περιφανή νίκη του ΠΑΣΟΚ και την προσπάθεια στελέχωσης των κρίσιμων για την λειτουργία του κράτους θέσεων των γενικών γραμματέων και περιφερειαρχών, μόνο οι μισές περίπου θέσεις έχουν καλυφθεί κι αυτές από ανθρώπους που μπορεί να μην είναι κομματικά μέλη του ΠΑΣΟΚ, αλλά ΠΑΣΟΚφίλοι-συγγενείς-κουμπάροι και άλλοι χρηματίσαντες στις κυβερνήσεις του εκσυγχρονιστή Σημίτη ως μέλη ΔΣ και πρόεδροι οργανισμών, επιτροπών, φορέων κλπ, κλπ. Προς τι τότε όλη η απίστευτη φλυαρία περί αντικειμενικής και αδιάβλητης επιλογής των ΄΄άριστων και όχι των αρεστών΄΄; Eν τω μεταξύ σε πολύ νευραλγικούς τομείς της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, όπως τα μεγάλα φοροελεγκτικά κέντρα, επικρατεί παράλυση με συνέπεια την συνέχιση της υστέρησης στην είσπραξη εσόδων από ΦΠΑ κλπ.
------*-------
Ποιο είναι το νήμα που συνδέει αυτά τα σταχυολογημένα από την διεθνή και εγχώρια επικαιρότητα περιστατικά;
Οι αρρυθμίες, οι δυσλειτουργίες, οι κακοί συντονισμοί, οι επικαλύψεις αρμοδιοτήτων, οι ανεπάρκειες, οι αδυναμίες στην διαχείριση κρίσεων, με λίγα λόγια το χάος στην λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, που όλοι οι βαθυστόχαστοι αναλυτές και δημοσιολόγοι συνεχώς επισημαίνουν και στηλιτεύουν και όλοι οι desicion και policy makers διαβεβαιώνουν ότι δεν θα επαναληφθούν, γιατί άραγε επιμένουν να εμφανίζονται και να πολλαπλασιάζονται μάλιστα με ρυθμούς καταιγιστικούς;
Mήπως οι κυρίαρχες ερμηνείες έχουν εξαντλήσει την δυνατότητά τους να φωτίσουν την πραγματικότητα; Μήπως αποδεικνύονται εξαιρετικά ανεπαρκείς για να συλλάβουν τα κοινωνικο-πολιτικά φαινόμενα που υποτίθεται πως διερευνούν;
Mήπως πρέπει να ξαναρίξουμε και καμιά ματιά σε εκείνες τις ξεχασμένες και περιθωριακές προσεγγίσεις που πρεσβεύουν ότι οι μεγάλοι ιεραρχικά διαρθρωμένοι και γραφειοκρατικά δομημένοι μηχανισμοί-κράτη, υπερεθνικοί φορείς, οργανισμοί, πολυεθνικές εταιρίες κλπ- που δεσπόζουν στη ζωή των σύγχρονων κοινωνιών και κατευθύνουν και διοικούν την καθημερινότητά μας, είναι καταδικασμένοι να παράγουν κρίσεις και αντιφάσεις και ότι οι δυσλειτουργίες και οι γκάφες ολκής είναι μέσα στο αίμα τους και όχι κάτι που μπορεί μετά από επισταμένη έρευνα, μελέτη και κριτική να ξεπεραστεί;
Μήπως όλα αυτά οφείλονται στο ότι αυτοί που διοικούν και βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας της λήψης των αποφάσεων είναι καταδικασμένοι λόγω ακριβώς της θέσης τους και της σύστασης των μηχανισμών στους οποίους προΐστανται, να διαπράττουν χοντρά λάθη και δυό φορές στις τρεις να επιτείνουν με τις αποφάσεις τους τις κρίσεις που προσπαθούν να επιλύσουν;
Μπας και η κοινωνία των διευθυντών και της τεχνοδομής είναι φύσει ανίκανη να διαχειρίζεται το πλήθος και την πολυπλοκότητα των σύγχρονων προβλημάτων, και όσο μένει έξω από το παιχνίδι και δεν αξιοποιείται η ταπεινή, καθημερινή γνώση και εμπειρία αυτών που βρίσκονται στα χαμηλά κλιμάκια της πυραμίδας και αυτών που θεωρούνται ως απλά εκτελεστικά όργανα των ΄΄βαθυστόχαστων΄΄ αποφάσεων που λαμβάνονται εκεί ψηλά, θα πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο;
Μήπως, και για να πάμε ακόμη ένα βήμα παραπέρα την προηγούμενη σκέψη μας, πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε την οργάνωση της κοινωνίας πάνω σε διαφορετικές βάσεις άμεσης, γνήσιας συμμετοχικής δημοκρατίας;
Mήπως πρέπει να παραμερίσουμε όλα τα φαραωνικά, μεγαλιθικά κατασκευάσματα που συγκεντρώνουν την δύναμη και την εξουσία σε λίγα χέρια, καλλιεργούν την ανευθυνότητα των πολλών και την διαφθορά και την αλαζονεία των λίγων, οι οποίοι έτσι καταλήγουν να δρουν ανεξέλεγκτα και να ξεπέφτουν από κρίση σε κρίση και από καταστροφή σε καταστροφή, αυξάνοντας αναπότρεπτα την συνολική εντροπία του συστήματος;

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

ΜΑΣΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΙΠΗ!!!!!!!!!

Σε περίπτωση που υπάρξει ελλειψη απο μάσκες για τη γρίπη Η1Ν1, να μιά πρακτική «σπιτική» συνταγή μάσκας φτιαγμένη με τα χεράκια σας...

Είναι συμβατή ακόμη και με αυτους που φορανε γυαλάκια...

Μιά προειδοποίηση μόνο αυτονόητη αλλα...

ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΣΙΓΟΥΡΟΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΗ!!!

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, 1949

EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)

Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.Τώρα αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά.
Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.
Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;
Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.
Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα. Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο.
Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ΄ την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).

Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.Μα πριν μπούμε σ΄ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.

Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.
Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.
Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.
Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.

Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ΄ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.
Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.
Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.
Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.
Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο.
Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.

Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»
Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και τhς εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν.
Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του.


Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για τnν τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).

Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μιά κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java.
Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο· παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.

Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ΄ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μιά χάρη και μιά νnσιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού. Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα.
Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του έτoιμόρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθnτικότητας.
Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.

Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μιά εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo; Ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δnμοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωσn πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους;
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.

Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλλnνικης λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της.Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω.
Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου».
Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου».
Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του.
Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».
Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.

Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.
Πριν δυό χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι - το σκοτάδι είναι βαθύ - κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε» (τραγούδι).

Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου.
Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.
Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν.Έτσι κι εμείς.
Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.

Μάνος Χατζιδάκις
31 Ιανουαρίου 1949, Θέατρο Τέχνης

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

«Να αλλάξουμε το σύστημα – Όχι το κλίμα»

Του Κώστα Φωτεινάκη*

Κατά αρχάς ξεκινάμε με την θέση ότι υπάρχει ραγδαία αλλαγή στο κλίμα, με συνέπεια την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, σε σχέση με το παρελθόν, και εντονότερα και συχνότερα τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Η ραγδαία αλλαγή στο κλίμα είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων και κυρίως οφείλεται στη βιομηχανική και αγροτική ανάπτυξη που έγινε με μόνο κριτήριο το κέρδος, αλλά και στον υπέρμετρο καταναλωτισμό (όποια κοινωνική κατηγορία έχει τη δυνατότητα να καταναλώνει) που είναι βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού.

«Να αλλάξουμε το σύστημα – Όχι το κλίμα», είναι ο τίτλος ενός μικρού βιβλίου που περιλαμβάνει τρία κείμενα των Dave Holmes, Terry Townsend & John Bellamy Foster . O τρίτος είναι γνωστός στην Ελλάδα από το βιβλίο του «Οικολογία και Καπιταλισμός», που στην πραγματικότητα ο τίτλος του ήταν «Η Οικολογία αντιμάχεται τον Καπιταλισμό» (Ecology against Capitalism).

Οι τρεις συγγραφείς εξετάζουν το θέμα της κλιματικής αλλαγής από την σοσιαλιστική οπτική, θεωρούν ότι το αρπαχτικό καπιταλιστικό σύστημα που λειτουργεί και έχει αναπτυχθεί με βάση το κέρδος είναι υπεύθυνο για την ραγδαία ανατροπή της κλιματικής ισορροπίας και επισημαίνουν ότι «Μόνο η αντικατάσταση του καπιταλισμού με τον σοσιαλισμό θα επιτρέψει την υπέρβαση της κρίσης».

Η πρόταση να αντικαταστήσουμε τον καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό (τώρα πως τον εννοεί ο καθένας μας τον σοσιαλισμό είναι ένα άλλο ερώτημα) πιο παραστατικά περιγράφεται με το δίλημμα «Οικοσοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» στο πρώτο Οικοσοσιαλιστικό Μανιφέστο των Joel Kovel και τον Michael Loewy (2001) αλλά και στο βιβλίο με τον ομώνυμο τίτλο που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις socialist resistance (2006) και περιλαμβάνει άρθρα επιφανών μαρξιστών (Foster, Loewy, Taruno κ.ά. Το δίλημμα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» φυσικά προϋπήρχε από τη Ρόζα χωρίς το ΟΙΚΟ.

Ότι ο καπιταλισμός που κυνηγάει το κέρδος χωρίς να σέβεται το περιβάλλον, είναι υπεύθυνος για την κλιματική αλλαγή δεν είναι ένας ισχυρισμός που προέρχεται από τους Μαρξιστές, τους Οικοαριστερούς ή του Οικοσοσιαλιστές. Επιβεβαιώνεται και από άλλους μη μαρξιστές πολιτκούς. Μια χαρακτηριστική δήλωση ενός ανώτατου πολιτικού παράγοντα στην Ελλάδα είναι η εξής:

«Οι περισσότερες περιβαλλοντικές καταστροφές έγιναν στο όνομα του κέρδους και μιας ανάπτυξης χωρίς κανόνες. Μία κοντόθωρη αντίληψη για την οικονομική πρόοδο και το πάθος για την αύξηση του πλούτου, ανεξάρτητα από συνέπειες, σε συνδυασμό με την απάθεια των πολιτικών, δημιούργησαν τις συνθήκες για την έλευση μιας τιμωρίας που δεν διακρίνει ανάμεσα σε υπαίτιους και σε αθώους». Κάρολος Παπούλιας, Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας στη συνάντηση των Πράσινων Προέδρων , Νοέμβριος 2007.

«Μια ανάπτυξης λοιπόν χωρίς κανόνες και το πάθος για την αύξηση του πλούτου» - είναι τα βασικά στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος. Ακόμα όμως και στον τομέα των ατομικών ευθυνών που έχουμε ως πολίτες για τη συμβολή μας στο φαινόμενο του θερμοκηπίου (υπερκαταναλωτισμός σε είδη και ενέργεια – όσοι μπορούμε να υπερκαταναλώνουμε) συνδέονται με τις αξίες που προβάλλει και επιβάλλει με τα ΜΜΕ και τις ανεξέλεγκτες διαφημίσεις το καπιταλιστικό σύστημα. Ένα μόνο παράδειγμα: με ένα τζιπ 4Χ4 μπορείς (σου λένε) να φτάσεις στην κορυφή ενός βουνού, να διασχίσεις ένα ποτάμι, να επιστρέψεις στην πόλη καταναλώνοντας υπέρμετρα καύσιμα και εκπέμποντας πολύ περισσότερα καυσαέρια απ΄ ότι με ένα συνηθισμένο αυτοκίνητο, και μετά να παρκάρεις το τζιπ σε ένα πεζοδρόμιο για να πιεις τον καφέ σου και να προβάλεις την επιτυχημένη καριέρα σου.

Ο καπιταλισμός δεν βάζει όρια, δεν έχει μέτρο. Ωστόσο πολλοί επιχειρηματίες και πολιτικοί, ακόμα και την ραγδαία κλιματική αλλαγή, που κυρίως το καπιταλιστικό σύστημα την προκαλεί, επιχειρούν – και ως ένα βαθμό τα καταφέρνουν – να «αποποιηθούν τις ευθύνες τους», μιλώντας για πράσινη ανάπτυξη και κυρίως να εκμεταλλευτούν κερδοφόρα τον φόβο από την κλιματική αλλαγή που οι ίδιοι δημιούργησαν. Έτσι προβάλλουν την πυρηνική ενέργεια ως οικονομική λύση και μη ρυπογόνο, τις τεράστιες επενδύσεις στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (σαφώς και η οικοαριστερά οφείλει να διεκδικεί τις ΑΠΕ αλλά με μέτρο και με μη καπιταλιστικά κριτήρια), την καύση των απορριμμάτων κ.λπ.

Το τι κάνει φυσικά ο καπιταλισμός, εκτός των άλλων, και στον τομέα της κλιματικής αλλαγής και της (μη) προστασίας του περιβάλλοντος το γνωρίζουμε. Το ερώτημα είναι τι κάνουν (ή τι δεν κάνουν) οι δυνάμεις της Πολιτικής Οικολογίας που ενδιαφέρονται να πάνε «οικολογικά μπροστά και αριστερά», αλλά και τι κάνει (ή τι δεν κάνει) πολύμορφη αριστερά για να αναδείξει τις ευθύνες του καπιταλιστικού συστήματος είναι ένα ερώτημα το οποίο πρέπει να εξετάσουμε. Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό. Κυρίως πρέπει να συμβάλλουμε στην α) Επιρροή της Αριστεράς από τις αξίες της Πολιτικής Οικολογίας και β) στην Επιρροή της Πολιτικής Οικολογίας από τις αξίες της Αριστεράς. Αυτή είναι μια επίμονη προσπάθεια κυρίως σε ιδεολογικό επίπεδο γιατί σπέρματα συναντίληψης και κοινής δράσης υπάρχουν σε κινηματικό επίπεδο για τους ελεύθερους χώρους και τους ορεινούς όγκους.

Μια ευκαιρία να προβληθεί η αναγκαιότητα της όσμωσης και της κοινής δράσης της Αριστεράς με την Πολιτική Οικολογία είναι η συζήτηση για τα αίτια που προκαλούν την κλιματική αλλαγή και τα μέσα αντιμετώπισης της.

* Ο Κ. Φωτεινάκης είναι πρόεδρος του Οικολογικού και Πολιτιστικού Συλλόγου Χαϊδαρίου (ΟΙΚΟΠΟΛΙΣ)

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Ποιήματα

ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ
Κραδαίνοντας τα όπλα για τη μάχη
Λίγες χαρές στιγματισμένοι απ’ τις λύπες ……….
Αγώνας ενάντια στον εαυτό τους και τους άλλους
…….Χαχανίζουν κλαίγοντας με την σιωπή μιλούν
Προαιώνιο σταυρό παρακαταθήκη γενεών σηκώνουν
Εθελοντές στην ζωή των ιδεών τους εκφραστές
Αγαπούν μονάχοι απεγκλωβισμένοι από κερδοφόρα στεγανά
Ευτυχισμένοι μόνοι…Εθελοντές γεννημένοι…………

ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Σκόρπια γράμματα λέξεις δίχως νόημα
Λείπουν τα φωνήεντα περισσεύουν σύμφωνα
Την οργή σου θεριεύουν βιάζεσαι να καταλάβεις μονόδρομο διαβαίνοντας
Γύρω σου ακατανόητες λέξεις και οι μπάρες θάνατος
Σε σειρά θα προλάβεις να τις βάλεις, πριν συγκρουστείς πάνω του μετωπικά;
Τα γράμματα του έρωτα στα φύλλα της καρδιάς θα ζωντανέψουν πάλι ;
Η φιλία θα σχηματιστεί μπρος στα μάτια σου ή μόνος θα μαζεύεις τα κομμάτια σου…

ΑΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Τα λεπτά κινούνται βαριεστημένα ανήμπορα
το βάρος του χρόνου να σηκώσουν
Χωμένοι στα έγκατα της αιωνιότητας
στην μέση μιας αδιευκρίνιστης απάντησης
Από γενιά σε γενιά μεταλλάσσεται … παραμένει αναπάντητη…..

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
Ποτάμι ορμητικό στο πέρασμα της εξαγνίζει
Το όριο του τέλους της αλήθειας έχει πέσει
Ψέμα αληθινό στα μάτια μας φαντάζει
Η ανοχή το δικαιώνει στην πεποίθηση μας
εξαπλώνεται σαν λάσπη. Απλόχερα με τόλμη
διαχέεται η αλήθεια μόνο παντού αλήθεια
Φειδωλή η αλήθεια…φειδωλών ανθρώπων μοιάζει………………..

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Μαύρα Κεφάλαια

Που θα βρούμε τα λεφτά? Η μόνιμη επωδός των απανταχού κυβερνώντων όταν οι εργαζόμενοι ζητάνε αυξήσεις μισθών, οι συνταξιούχοι αυξήσεις συντάξεων και διάφορες κοινωνικές ομάδες ενισχυμένες κοινωνικές παροχές. Βέβαια με την παγκόσμια οικονομία να μεγεθύνεται συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες, είναι απορίας άξιο πως συνεχώς τα χρήματα για κοινωνικές παροχές μειώνονται.
Το μεγάλο κόλπο -και η μεγάλη πληγή, ανάλογα από ποια πλευρά το βλέπει ο καθένας- είναι το μαύρο χρήμα που διακινείται συνεχώς σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπεράκτια κέντρα (off-shore), αλλά και ποιο "νόμιμοι" προορισμοί (π.χ. τράπεζες στην Ελβετία, Λουξεμβούργο, Κύπρος) αποτελούν τα βασικά καταφύγια του κεφαλαίου, είτε μαύρου, είτε «νόμιμου». Εκεί καταφεύγει το χρήμα για αυτό και επίσημα ποτέ δεν υπάρχει, ποτέ δεν επαρκεί για κοινωνικές παροχές. Οι όποιες προσπάθειες για περιορισμό του φαινομένου είναι καταδικασμένες εν τη γενέσει σε αποτυχία, αφού οι πρώτοι και καλύτεροι "πελάτες" είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί των κομμάτων εξουσίας.


Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό άρθρο:

Δραματικό είναι το κόστος για τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο από τα σκάνδαλα διαφθοράς, με τα Ηνωμένα Έθνη να εκτιμούν ότι κρατικά στοιχεία ενεργητικού, συνολικής αξίας άνω του 1,6 τρισ. δολαρίων, διακινούνται παράνομα κάθε χρόνο, μέσω δικτύων όπως ξέπλυμα χρήματος ή με τη μορφή αδήλωτης περιουσίας.

Η σημαντικότερη πρόκληση για τους αξιωματούχους του ΟΗΕ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων οργανισμών που συναντώνται στην Ντόχα του Κατάρ είναι να βρεθεί ένας τρόπος για την ανάκληση των «μαύρων» κεφαλαίων και τη σωστή εποπτεία των χωρών με υψηλό δείκτη διαφθοράς, έτσι ώστε να διασφαλισθεί ότι το δημόσιο χρήμα δεν σπαταλάται παρανόμως.

Οι πενθήμερες διαβουλεύσεις στην Ντόχα αποτελούν μια ύστατη προσπάθεια για την επικύρωση της Συμφωνίας των Ηνωμένων Εθνών για την πάταξη της διαφθοράς, την οποία υποστηρίζουν 141 χώρες του κόσμου, από τις ΗΠΑ και πολλά κράτη της Δύσης, μέχρι χώρες με μεγάλη διαφθορά, όπως Ζιμπάμπουε και Αφγανιστάν. Οι προσπάθειες στις δύο προηγούμενες συνόδους για την επικύρωση του συμφώνου είχαν αποδειχθεί άκαρπες.

Ορισμένες χώρες όμως, όπως Κίνα, Ιράν και Ρωσία, αντιστέκονται στην επιβολή μέτρων για την πάταξη της διαφθοράς.

Εν τω μεταξύ, η δημιουργία ενός συστήματος παρακολούθησης της διακίνησης χρημάτων και επανάκτησης των κλεμμένων κεφαλαίων αντιμετωπίζει τα ίδια εμπόδια με εκείνα που δυσκολεύουν τις προσπάθειες ελεγκτικολογιστικών και αστυνομικών αρχών: τους τραπεζικούς νόμους περί ιδιωτικού απορρήτου σε χώρες-φορολογικούς «παραδείσους», όπως και σε χώρες -π.χ. οι χώρες του Αραβικού Κόλπου- με πολιτική κουλτούρα τέτοια, που δεν υποχρεώνει το κράτος σε διαφάνεια και φερεγγυότητα.

Σε πρόσφατη έκθεση των Ηνωμένων Εθνών εκτιμάται ότι κάθε 100 εκατ. δολάρια που ανακτώνται, θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν προγράμματα για τον εμβολιασμό τεσσάρων εκατ. παιδιών ή τη δημιουργία δικτύου ύδρευσης για περίπου 250.000 νοικοκυριά.

Πηγή: www.naftemporiki.gr