O μεταπολεμικός κρατικός παρεμβατισμός είχε μια καίρια λειτουργία. Αυτήν της αποτροπής των καταστροφικών κρίσεων υπερπαραγωγής που μάστιζαν έως τότε τις καπιταλιστικές οικονομίες.
Οι ισχυρές όμως δημόσιες δαπάνες και η στήριξη των μισθών και ημερομισθίων που παρείχαν οι δυτικές καπιταλιστικές κυβερνήσεις της περιόδου της τριαντάχρονης (1945-1975)σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, δημιούργησαν έναν μηχανισμό εξισορρόπησης της προσφοράς και της ζήτησης και συνέβαλαν αποφασιστικά στην υπέρβαση των ανισορροπιών του συστήματος.
Στα πλαίσια αυτής της λογικής τo ξήλωμα του παρεμβατικού μηχανισμού θα σήμαινε την είσοδο του συστήματος σε μια νέα περίοδο όπου περίοδοι έντονης ανάπτυξης θα ακολουθούνταν από κρίσεις και υφέσεις. Αυτή ήταν η προσέγγιση του Καστοριάδη και πολλών άλλων που εκκινούσαν από την ίδια οπτική. Γι αυτό και η απορρύθμιση της περιόδου Ρήγκαν-Θάτσερ αντιμετωπίστηκε από αυτούς ως η απαρχή μια καζινοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας και ως μια ανισόρροπη πολιτική που ερχόταν σε σύγκρουση και με τα ίδια τα ευρύτερα συμφέροντα των καπιταλιστών. Ο Καστοριάδης θεωρούσε τα οικονομικά της προσφοράς- μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, μείωση του μισθολογικού κόστους κλπ-μια αρλούμπα που δεν επρόκειτο να μακροημερεύσει.
Ο Φωτόπουλος αντίθετα, θεωρεί λανθασμένη την παραπάνω ανάλυση, πιστεύοντας ότι η απορρύθμιση των αγορών, η μετατροπή δηλ. της παγκόσμιας οικονομίας σε καζίνο, ανταποκρίνεται στη νέα φάση της διεθνοποιημένης οικονομίας που άρχισε χοντρικά στη δεκαετία του ’60 με κύριο χαρακτηριστικό της την εμφάνιση των γιγάντιων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Οι κυρίαρχες υπερεθνικές ελίτ σε αυτήν τη νέα περίοδο απαίτησαν την πλήρη απελευθέρωση των κεφαλαιικών ροών, και των αγορών εμπορευμάτων και εργασίας, απαίτηση που ήρθαν να εκπληρώσουν οι πολιτικές Ρήγκαν, Θάτσερ και λοιπών σοσιαλφιλελεύθερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων τύπου Μπλερ-Σημίτη κλπ και όσων επακολούθησαν.
Η αντιπαράθεση αυτή εντός του χώρου της ελευθεριακής αριστεράς δεν είναι επουσιώδης και έχει μεγάλη σημασία για τους τρόπους αντιμετώπισης της τρέχουσας κρίσης που προτείνουν οι διάφορες συνιστώσες της. Η πρώτη προσέγγιση προϋποθέτει μια αυτονομία των κοινωνικών τάξεων και των πολιτικών τους εκπροσώπων από την οικονομική ΄΄υποδομή΄΄ αναφορικά με την λήψη αποφάσεων για τις ακολουθούμενες πολιτικές και συνεπάγεται την δυνατότητα της υιοθέτησης μιάς διαφορετικής οικονομικής πολιτικής , ακόμη και στα πλαίσια του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού συστήματος, επομένως αφίσταται αυστηρών νομοτελειακού τύπου επιλογών που μπορούν ή δεν μπορούν να κάνουν οι κοινωνικές τάξεις εντός δεδομένων συνθηκών.
Σύμφωνα με την δεύτερη άποψη αντιθέτως, η πολιτική ελίτ δεν μπορούσε παρά να τροποποιήσει το θεσμικό πλαίσιο απορρυθμίζοντάς το, ανταποκρινόμενη στις ανάγκες και τις απαιτήσεις των νέων χρηματοπιστωτικών ελίτ και των πολυεθνικών επιχειρήσεων.
O Kαστοριάδης αποκλείεται να μην είχε υπόψιν του τον μετασχηματισμό των δεδομένων της παγκόσμιας οικονομίας- γιγάντωση των πολυεθνικών, αποδυνάμωση του έθνους-κράτους, ισχυροποίηση του χρηματιστικού κεφαλαίου κλπ- γι αυτό και πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τα αίτια της διαφωνίας και όχι στην άγνοια και την μη ενδελεχή παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων από πλευράς του.
O Φωτόπουλος θεωρεί ότι οι κεϋνσιανές οικονομικές πολιτικές είναι ασύμβατες με την διεθνοποιημένη καπιταλιστική αγορά, διότι καθιστούν την οικονομία της χώρας που θα τα υιοθετήσει λίγοτερο ανταγωνιστική σε σχέση με εκείνες τις χώρες που κάνουν συνεχείς προσπάθειες περιορισμού του κόστους-εργασιακού και περιβαλλοντικού- και επομένως όποια χώρα ή σύνολο χωρών τολμήσει να πάρει μέτρα φιλολαϊκά θα τιμωρηθεί με επενδυτική άπνοια , απόσυρση κεφαλαίων, υποτίμηση νομίσματος, μεταφορά παραγωγικών εγκαταστάσεων και άρα οικονομική κατάρρευση. Έτσι γι αυτόν ισχύει η πλήρης και ανυπέρβλητη σύγκρουση, ο σωστός όρος θα ήταν αντίφαση, μεταξύ διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας και προστατευτικής κρατικής πολιτικής.
Από την άλλη πλευρά λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των δημοσιευμένων οικονομικών αναλύσεων του Καστοριάδη, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι εκείνος θεωρούσε ότι μπορούσαν να υπάρξουν και άλλες εναλλακτικές λύσεις στα πλαίσια του συστήματος. Αυτό βέβαια, για να μην υπάρξει παρερμηνεία, δεν σήμαινε ότι ο Καστοριάδης μεριμνούσε για την σωτηρία του καπιταλισμού. Απλούστατα ο Καστοριάδης απεχθανόταν, και είχε σοβαρότατους λόγους γι αυτό, αναλύσεις που εμφορούνταν από νομοτελειακού τύπου συνδηλώσεις . Κατ’ αυτόν τα δρώντα υποκείμενα δεν ήταν μαριονέτες των ΄΄οικονομικών νόμων΄΄ και ούτε και πίστευε στην ύπαρξη τέτοιων οικονομικών νόμων και είχε επιχειρηματολογήσει με σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της άποψής του.
Στην οπτική του Καστοριάδη ο σοσιαλισμός δεν θα είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας αδήριτων οικονομικών νόμων, αλλά της παθιασμένης ενασχόλησης με τα κοινά, και της αναγέννησης της βλέψης του ατομικού και συλλογικού αυτοκαθορισμού και της επιθυμίας για αυτονομία, που είναι ένας άλλος όρος για την ελευθερία. Ακόμη και ένα καθεστώς υψηλών κοινωνικών παροχών, πλήρους απασχόλησης, κρατικών εγγυήσεων και προστασίας, όπως ήταν εν μέρει τα ευρωπαϊκά κράτη την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, παραμένει ένα καθεστώς γραφειοκρατικό και ιεραρχικά διαρθρωμένο, και ο πολίτης δεν αποφασίζει ο ίδιος άμεσα για τις βασικές αποφάσεις που αφορούν την καθημερινότητά του και το μέλλον του, μέσα από θεσμούς αμεσοδημοκρατικούς.
Η κύρια διάζευξη του Καστοριάδη, είναι αυτή της ετερονομίας/αυτονομίας, που συνιστά κατ’ αυτόν και το βασικό κριτήριο ταξινόμησης των κοινωνικών μορφών συνύπαρξης και οργάνωσης.
Ο Φωτόπουλος, σε μια πρώτη προσέγγιση των γραπτών του, δείχνει να αποδέχεται την γενικότερη καστοριαδική οπτική, αλλά διαφοροποιείται, με ιδιαίτερη ένταση και σφοδρότητα στα πολύ πρόσφατα γραπτά του, στην ανάλυση που κάνει για τις οικονομικές εξελίξεις από την περίοδο Ρήγκαν-Θάτσερ και μετά. Η εκτίμησή του ότι επάνοδος σε ουσιαστικές κρατικές ρυθμίσεις, ακόμη και σε παγκόσμια βάση, δεν είναι συμβατή με την παρούσα φάση διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, έρχεται σε σύγκρουση με την άποψη του Καστοριάδη ότι αυτή η στροφή στον νεοφιλελευθερισμό, συνιστά επιλογή των κυρίαρχω,ν σε μια δεδομένη περίοδο, τμημάτων των αρχουσών τάξεων και θα μπορούσε να αναστραφεί ακόμη και στα πλαίσια του παρόντος συστήματος. Πρέπει να προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε γιατί συμβαίνει αυτό. Ο Φωτόπουλος διατυπώνοντας την άποψή του, επιχειρεί να κλείσει τον δρόμο σε οποιαδήποτε επανάκαμψη των σοσιαλδημοκρατών και των προοδευτικών μεταρρυθμιστών που διατείνονται ότι πολιτικές κεϋνσιανού τύπου μπορούν να ανατρέψουν τον τουρμποκαπιταλισμό, χωρίς την πλήρη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή ότι κάποιες ουσιαστικές τροποποιήσεις στην δομή του καπιταλισμού είναι εφικτές χωρίς την κατεδάφιση των βασικών θεμελίων λίθων του της ατομικής ιδιοκτησίας, της ‘’ελεύθερης’’ αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Στην προσπάθειά του αυτή αντιμετωπίζει αρνητικά κάθε άποψη που είναι δυνατόν να παραπέμπει σε δυνατότητες συνιστωσών του συστήματος να δράσουν τροποποιητικά. Πέρα από το ζήτημα του εάν αυτό είναι ή όχι δυνατόν, που μέλλει να αποδειχθεί και στην πράξη από τις παρεμβάσεις των G20 και της υπερεθνικής ελίτ στο προσεχές διάστημα, νομίζω ότι ο Φωτόπουλος πέφτει σε ένα βασικό σφάλμα. Είτε ο καπιταλισμός μπορεί να αναστραφεί σε έναν ΄΄κοινωνικά υπεύθυνο΄΄ καπιταλισμό είτε όχι, είτε μπορέσει να δαμάσει το οικολογικό πρόβλημα είτε όχι, είτε εξελιχθεί σε ένα πολυμερές σύστημα όπου περισσότεροι διεθνείς παίκτες θα έχουν λόγο για τις παγκόσμιες εξελίξεις είτε συνεχίσει να κατευθύνεται από μία μόνο υπερδύναμη, θα παραμένει μια κοινωνία παραγωγής μονοδιάστατων ανθρώπινων όντων, μια κοινωνία ετεροκαθορισμού και αποξένωσης, μια κοινωνία μαζικής παραγωγής υπερκαταναλωτικών και αποχαυνωμένων ανθρώπινων όντων. Κι αυτό δεν μπορεί με τίποτα να το αλλάξει. Αλλά ούτε και είναι εξασφαλισμένο από κανέναν ότι θα υπάρξει καμιά αλλαγή της νοοτροπίας των πληθυσμών και της καθόδου τους στην ενεργή πολιτική δράση για να αλλάξει αυτή η κατάσταση.
1 σχόλιο:
Γεια χαρά.
Επειδή στο άρθρο υπάρχουν κάποιες σημαντικές παρανοήσεις σχετικά με το πρόταγμα της ΠΔ και την ανάλυση του Φωτόπουλου όπως και του Καστοριάδη, θα ήθελα να απαντήσω σύντομα σε αυτές:
Καταρχάς, είναι σαφές ότι ένα ετερόνομο σύστημα και μάλιστα το πιο ετερόνομο σε επίπεδο επέκτασης θεσμών στην Ιστορία της ανθρωπότητας δεν μπορεί να έχει αυτό καθ' αυτό "αυτόνομες συνιστώσες" όπως γράφεις. Η αυτονομία έρχεται πάντα απ' έξω από την ετερονομία και σε αυτό συμφωνούν και Φωτόπουλος και Καστοριάδης.
Ακόμη είναι εντελώς λανθασμένο ότι ο Φωτόπουλος βασίζει την ανάλυση του σε κάποιες νομοτέλειες. Αυτό που κάνει είναι να δείχνει τις αντικειμενικές τάσεις μέσα στο σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής "δημοκρατίας", που φυσικά υποστηρίζονται κι αναπαράγονται από τις ελίτ οι οποίες ωφελούνται από αυτές, σε σχέση με τις υποκειμενικές τάσεις που αναπτύσσονται μέσα στην κοινωνική πάλη.
Από τη σύγκρουση αυτή προκύπτει κάθε φορά η κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, γι' αυτό και ο Φωτόπουλος έχει κάνει συγκεκριμένη περιοδοποίηση της νεωτερικής Ιστορίας, με βάση το ρόλο του κράτους (που σε ένα βαθμό επηρεάζεται από την κοινωνική πάλη) σε σχέση με τις αντικειμενικές τάσεις.
Αντίθετα, ο Καστοριάδης, με βάση το γενικό δίπολο "αυτονομία - ετερονομία" είναι σε αδυναμία να εξηγήσει τη μετάβαση από τη φιλελεύθερη στην κρατικίστικη περίοδο της νεωτερικότητας και από εκεί στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, διότι καταφεύγει στην παντοδυναμία των υποκειμενικών συνθηκών και του "φαντασιακού", αγνοώντας την αλληλεπίδραση τους με τις αντικειμενικές συνθήκες.
Από εκεί και πέρα, αυτό που γράφεις σχετικά με τον ετεροκαθορισμό που κάνει μια καπιταλιστική κοινωνία ("ετερόνομη" ή λιγότερο "ετερόνομη"), αυτός είναι η πεμπτουσία της ανάλυσης της ΠΔ, που βασίζεται ακριβώς στην εγγενή ετερονομία μιας τέτοιας κοινωνίας η οποία ετεροκαθορίζεται από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής "δημοκρατίας".
Απορώ λοιπόν από πού συμπέρανες ότι ο Φωτόπουλος πέφτει σε ένα τέτοιο "σφάλμα", τη στιγμή που είναι ακριβώς αυτό που λες κι εσύ που λέει και μάλιστα με μεγαλύτερη σαφήνεια.
Είναι λοιπόν νομίζω εμφανές ότι έχει γίνει κάποια παρερμηνεία της προσέγγισης της Περιεκτικής Δημοκρατίας σε σχέση με την ετερονομία, ενώ στην πράξη όλη η ανάλυση της ακριβώς έγκειται στην εξέταση της εκάστοτε έκβασης της κοινωνικής πάλης, που τελικά ανάγεται στην πάλη μεταξύ αυτονομίας και ετερονομίας!
Και με βάση αυτή γίνεται η περιοδολόγηση της ιστορίας από την ΠΔ και όχι με ένα ασαφές ταξικά κοινωνικό φαντασιακό, όπως κάνει ο Κ.
Σε ό,τι αφορά την αλλαγή νοοτροπίας του κόσμου, σε αντίθεση με τον Κ. που ανήγαγε τα περισσότερα στο φαντασιακό το οποίο ξαφνικά υποτίθεται αλλάζει και γίνεται κυρίαρχο, αψηφώντας το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού κοινωνικοποιείται σε μια ετερόνομη κοινωνία και ενσωματώνει το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, η προσέγγιση της ΠΔ μιλάει για χτίσιμο εναλλακτικών περιεκτικοδημοκρατικών θεσμών από τα κάτω εδώ και τώρα που θα εμπλέκουν μεγάλες ομάδες πληθυσμού σε αυτούς τους θεσμούς και μέσα από την αλληλεπίδραση τους θα έρχονται σε ρήξη με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα της ετερονομίας.
Για περισσότερα όμως:
Κριτική επισκόπηση του καστοριαδικού έργου και του προτάγματος της αυτονομίας σε σχέση με την ΠΔ:
http://www.inclusivedemocracy.org/pd/is17/issue_17_takis_castoriadis.htm
Κύριο θεωρητικό βιβλίο ΠΔ - 10 Χρόνια Μετά:
http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grbookstid_2/grbookstid_2.htm
Η προσέγγιση της ΠΔ για τις τάξεις σήμερα και η περιοδοποίηση της ιστορίας με βάση την έκβαση της κοινωνικής πάλης:
http://www.inclusivedemocracy.org/pd/is8/issue_8_classes_intro.htm
http://www.inclusivedemocracy.org/pd/is9/issue_9_new_class_model.htm
Φιλικά,
Πάνος
μέλος της ομάδας ΠΔ Αθήνας
Δημοσίευση σχολίου