Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

ΟΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΙΑΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ (3)

Γιατί είναι σημαντικές οι αντιδράσεις μειοψηφικών, αν και ευάριθμων και δυναμικών, ομάδων του πληθυσμού, σαν και αυτές που προανέφερα;
Πρώτον, αυτή είναι μια προσωπική, υποκειμενική εκτίμηση, όπως υποκειμενική, οφείλω να προσθέσω, είναι και κάθε άλλη εκτίμηση σχετική με το υπό συζήτηση θέμα. Εάν κάποιος έλεγε: Εγώ θεωρώ πολύ σημαντική την απεργιακή κινητοποίηση που διοργάνωσαν η ΓΣΕΕ με την ΑΔΕΔΥ στις 21 Οκτωβρίου ή τις προτάσεις του τάδε κόμματος για την ενίσχυση των ασθενέστερων εισοδηματικά στρωμάτων, πάλι υποκειμενική εκτίμηση θα έκανε. Από τον κύκλο του υποκειμενισμού κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει με οριστικό και ασφαλή τρόπο. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι όλες οι εκφραζόμενες απόψεις τοποθετούνται επί του αυτού επιπέδου αυθαιρεσίας, όπως υποστηρίζει ο μεταμοντέρνος σχετικισμός.
Κάποιες ερμηνείες: α) ακουμπούν με περισσότερη επάρκεια επάνω σε πραγματικά γεγονότα και δεδομένα, β) προβλέπουν κλάσεις ή σειρές γεγονότων ακόμη και μεμονωμένα γεγονότα γ) είναι περισσότερο γόνιμες, δηλαδή προσφέρουν οδηγητικό μίτο μέσα σε μια πληθώρα φαινομένων, βοηθούν στην νοηματοδότηση των δεδομένων και στην ένταξή τους σε ευρύτερες κατανοητές εικόνες, δ) προσφέρουν νέες οπτικές γωνίες διερεύνησης ε) διαθέτουν αυστηρότερη λογική συγκρότηση και νοηματική συνοχή.
Τοιουτοτρόπως όλες οι γνώμες και οι απόψεις παρόλο που δεν δύνανται να ξεφύγουν από τον σχετικό χαρακτήρα, που προσλαμβάνουν υποχρεωτικά λόγω της εκπόρευσής τους από ένα υποκείμενο, που είναι εκ της φύσεώς του προσδιορισμένο από ασυνείδητες ροπές και κλίσεις, ιδέες, αντιλήψεις και αρχές του οικογενειακού περιβάλλοντος στο οποίο έτυχε να γεννηθεί και από τις αξίες και τις ιδεολογίες του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε, δεν είναι ισόβαθμες και ακουμπούν άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο ή και καθόλου σε κάτι που τις υπερβαίνει. Τώρα βέβαια αυτή η στήριξη στα αντικειμενικά δεδομένα και στον περιβάλλοντα κόσμο, δεν είναι εξασφαλισμένη μια για πάντα, και η διάψευση καιροφυλακτεί ακόμη και τις πλέον συγκροτημένες, σοβαρές και φαινομενικά ισχυρές θεωρητικές κατασκευές.
Μετά από τις παραπάνω αναγκαίες διευκρινίσεις, επανέρχομαι στο αρχικό μου ερώτημα. Γιατί, λοιπόν θεωρώ σημαντικότερες αυτές τις συγκεκριμένου τύπου αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι κάποιες άλλες;
Ο βασικός λόγος είναι ότι αυτό που διαδραματίζεται στα έγκατα της κοινωνίας σήμερα, αποδεικνύεται πολύ σημαντικότερο για το αύριο από όλες τις κινήσεις των μεγαλόσχημων και των θεσμικών παικτών-πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, κυβερνήσεις, κλπ- που κινούνται στο επίπεδο της επίσημης χάραξης πολιτικής και καθοδήγησης των κοινωνιών. Εκεί στα σπλάχνα της κοινωνίας κυοφορούνται οι αλλαγές που στο μέλλον θα έρθουν στο φως σαν ορμητικά ποτάμια που παρασέρνουν στο διάβα τους τα πάντα. Βέβαια τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά και σχηματικά, αλλά προς χάριν της σαφέστερης παρουσίασης της άποψής μου, τους δίνω ένα τέτοιο χαρακτήρα.
Ας προσπαθήσει παραδείγματος χάριν να μελετήσει κανείς το πώς συνέβη μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές στην ιστορία των δυτικών κοινωνιών και αναφέρομαι στο θέμα της απελευθέρωσης των γυναικών, της ισότητας των δύο φύλων κλπ. Για αιώνες η γυναίκα ήταν καταπιεσμένη και υποχείριον του άνδρα. Υπήρχαν μάλιστα εποχές που η θέση της δεν διέφερε από αυτήν ενός αντικειμένου, που το διαχειριζόταν όπως ήθελε ο πατέρας, ο σύζυγος, ο αδερφός. Αυτή η κατάσταση άλλαξε σταδιακά, εξαιτίας ενός αδυσώπητου πολέμου, που διεξαγόταν στα κρυφά μέσα στις οικογένειες, στα συζυγικά κρεβάτια, στις συναναστροφές ερωτικές και κοινωνικές, ενός πολέμου που μέχρι να βγει στην επιφάνεια και να εμφανιστούν γυναικεία κινήματα που διεκδίκησαν επίσημα την ισότητα του φύλου τους, διήρκεσε πολλούς αιώνες. Οι τροποποιήσεις και οι αλλαγές των στάσεων και των αντιλήψεων σε σχέση με τη θέση της γυναίκας, γίνονταν ανεπαίσθητα, μουγκά, αθόρυβα. Αλλά και όταν στα τέλη του 19ου και στις πρώτο μισό του 20ου αιώνα, ο πόλεμος αυτός έγινε πιο ορατός και έλαβε περισσότερο δημόσιες μορφές παρέμβασης, οι θεσμοί, οι ηγέτιδες δυνάμεις των κοινωνιών, και τα κόμματα, ακόμη και τα προοδευτικά, αντιμετώπιζαν τον αγώνα των γυναικών για ισότητα με μισό μάτι ή ως ήσσονος σημασίας σε σχέση με τα κατ’ αυτούς πρωτεύοντα ζητήματα. Kαι όμως η τεράστια ανατροπή στις σχέσεις των δύο φύλων που μετασχημάτισε ριζικά τις νοοτροπίες αντρών και γυναικών και δημιούργησε ένα ριζικά νέο τοπίο στις κοινωνίες μας, αποτυπώθηκε στους νομικούς κώδικες, και έγινε κοινός τόπος στους λόγους των πολιτικών, των ειδικών της διαφήμισης και του marketing, τα τελευταία μόλις χρόνια.
Άλλο παράδειγμα είναι αυτό που αφορά την εξέγερση των νέων με την διεκδίκηση δικαιωμάτων από πλευράς τους. Το ότι το παιδί και ο έφηβος είναι μια αυτόνομη προσωπικότητα με τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες, αποτελεί μια καινούργια ιδέα που αναδύθηκε στον 20ο αιώνα και δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τους ανήλικους κατά τους προηγούμενους αιώνες. Η επανάσταση των νέων αντιμετώπισε την εχθρότητα και τον χλευασμό των μεγαλύτερων και δόθηκε σε όλα τα μέτωπα του κοινωνικού στίβου, μέχρι να φτάσουν οι κοινωνίες μας στο αντίθετο άκρο της λατρείας προς την νεότητα από εκεί που την αντιμετώπιζαν με χλευασμό και αδιαφορία. Tα ίδια λίγο πολύ συνέβησαν με την ανάδειξη του οικολογικού προβλήματος. Λίγοι μιλούσαν στην αρχή γι΄αυτό και η σχετική συζήτηση γινόταν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μέχρι αυτό να συμπεριληφθεί στην ατζέντα των πολιτικών κομμάτων, των δημοσιογράφων και να γίνει η οικολογία έδρα σε πανεπιστήμια, ελάχιστοι ασχολούνταν με αυτήν και θεωρούνταν από τους πολλούς σαν γραφικοί.
Δεν θέλω να επεκτείνω και άλλο τον κατάλογο των παραδειγμάτων, που πιστεύω ότι ενισχύουν την άποψή μου. Μέσα όμως στην κοινωνία υπάρχουν και άλλα φαινόμενα, όπως η ιδιώτευση, η απάθεια, ο κυνισμός, η ατομική κερδοσκοπία, η emo νεολαία, οι έφηβοι που ξημεροβραδιάζονται στα inernet καφέ κλπ, κλπ, και όλα αυτά εκδηλώνουν τάσεις που ωθούν την κοινωνία προς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που εγώ προκρίνω ως θετική. Άλλα αυτό συνέβαινε πάντα. Ο ερμηνευτής των κοινωνικών φαινομένων προχωρούσε πάντα σε μια επιλογή, σε έναν φωτισμό κάποιων γεγονότων και τάσεων και στον υποβιβασμό κάποιων άλλων στα πλαίσια και επί τη βάσει κάποιων βασικών αρχών και αξιωμάτων στα οποία προσχωρούσε. Εκείνο που διαφοροποιεί αυτή την στάση είναι η εντιμότητα της παραδοχής από μέρους του αυτής της υποκειμενικής προϋπόθεσης και όχι η συσκότισή της πίσω από δήθεν αμεροληψίες και μπαγιάτικους αντικειμενισμούς.
Το επόμενο σημαντικό ερώτημα είναι: Τι αποκαλύπτουν τα κινήματα που προανέφερα; τι φέρνουν στο φως οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε αυτά;
Εκείνο που λένε με την συμμετοχή τους σε αυτά οι άνθρωποι, είναι ότι μπορούν και θέλουν να αναλάβουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Δεν αρκούνται στο να γκρινιάζουν για την ακρίβεια, την φτώχεια, την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους. Αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Οι κοινοτικοί κήποι, οι συνεταιρισμοί τροφίμων, τα δίκτυα ανταλλαγής τοπικά παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών χωρίς την μεσολάβηση του παραδοσιακού χρήματος, δηλώνουν σαφώς την επιθυμία κάποιων ομάδων πολιτών να απομακρυνθούν από την οικονομία της αγοράς, τον νόμο του κέρδους και την αντίληψη ότι ο καθένας είναι μόνος του. Προτείνουν συλλογικές λύσεις, έστω σε τοπικό επίπεδο, που διαπνέονται από άλλες αρχές, όπως η αλληλεγγύη, η αλληλοβοήθεια, η επάρκεια και η αυτονομία της κοινότητας στην οποία ζουν και εργάζονται. Δύσκολα δεν θα παραδεχόταν κάποιος πως όλα αυτά συμβαίνουν με προβληματικό και μερικό τρόπο και χωρίς την απαραίτητη πολλές φορές συνειδητοποίηση της ίδιας της φύσης και των συνεπειών των δραστηριοτήτων τους από αυτούς τους ίδιους που τις αναλαμβάνουν. Αλλά μόνο θυμηδία θα μπορούσε να προκαλέσει η στάση του πολιτικοποιημένου υπερεπαναστάτη που παρακολουθεί με ανασηκωμένο φρύδι αυτές τις κινήσεις για να αποφανθεί στο τέλος αλαζονικά ότι το ΄΄σύστημα δεν ανατρέπεται με πορδές΄΄. Και πως ανατρέπεται το σύστημα κύριε; Με το να κρατάς αντικαπιτιλιστικά πανώ στις πορείες και να πετάς πέτρες στους μπάτσους; Μήπως με το να ψηφίζει το πόπολο περισσότερους κομμουνιστές βουλευτές στις εκλογές και να ζητάει σε συντεταγμένες απεργιακές κινητοποιήσεις αυξήσεις στους βασικούς μισθούς; Και τελικά, κατ’ αυτόν, οι άνθρωποι βρίσκονται σε ΄΄καλό δρόμο΄΄ για την ανατροπή του συστήματος, μόνο όταν πληθαίνουν οι αναγνώστες της εφημερίδας που εκδίδει η κεντρική επιτροπή του κόμματός του και όταν βλέπει να αυξάνεται το ακροατήριο των ξύλινων λόγων του.
Αλλά, ευτυχώς για αυτούς, οι άνθρωποι δεν μπορούν να περιμένουν τις μεγάλες πολιτικές απεργίες, ούτε την διαφώτιση της επαναστατικής πρωτοπορίας, ούτε τις φανταστικές εφόδους στα νέα χειμερινά ανάκτορα, και θέλουν να κάνουν κάτι εδώ και τώρα για να βελτιώσουν την ζωή τους και για να αντιμετωπίσουν την κρίση που τους έχει χτυπήσει την πόρτα.
Εκείνο που θα έπρεπε να μας απασχολεί και σε αυτό να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας είναι: πως αυτές οι κινήσεις και αυτές οι αναδυόμενες με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα στάσεις ζωής και νοοτροπίες θα μπορούσαν να γενικευτούν, να ενταχθούν σε ένα συνεκτικό όραμα και πρόγραμμα ριζικής αλλαγής και να αποκτήσουν ξεκάθαρο προσανατολισμό. Αλλά για όλα αυτά θα μιλήσουμε στο επόμενο άρθρο

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

!

Ανώνυμος είπε...

;;;;;;; Αν είναι δυναμόν !

Ανώνυμος είπε...

Γιατί είναι σημαντικές οι αντιδράσεις μειοψηφικών, αν και ευάριθμων και δυναμικών, ομάδων του πληθυσμού, σαν και αυτές που προανέφερα;

Πρώτον, αυτή είναι μια προσωπική, υποκειμενική εκτίμηση, όπως υποκειμενική, οφείλω να προσθέσω, είναι και κάθε άλλη εκτίμηση σχετική με το υπό συζήτηση θέμα.

ΑΥΤΟ ΝΑ ΛΕΓΕΤΑΙ !

Από τον κύκλο του υποκειμενισμού κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει με οριστικό και ασφαλή τρόπο. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι όλες οι εκφραζόμενες απόψεις τοποθετούνται επί του αυτού επιπέδου αυθαιρεσίας, όπως υποστηρίζει ο μεταμοντέρνος σχετικισμός.

Ποιο είναι λοιπόν το κριτήριο ή τα κριτήρια που θα ιεραρχήσει το ποσοστό αυθαιρεσίας που περιέχει η τάδε ή δείνα άποψη ;

Κάποιες ερμηνείες: α) ακουμπούν με περισσότερη επάρκεια επάνω σε πραγματικά γεγονότα και δεδομένα, β) προβλέπουν κλάσεις ή σειρές γεγονότων ακόμη και μεμονωμένα γεγονότα γ) είναι περισσότερο γόνιμες, δηλαδή προσφέρουν οδηγητικό μίτο μέσα σε μια πληθώρα φαινομένων, βοηθούν στην νοηματοδότηση των δεδομένων και στην ένταξή τους σε ευρύτερες κατανοητές εικόνες, δ) προσφέρουν νέες οπτικές γωνίες διερεύνησης ε) διαθέτουν αυστηρότερη λογική συγκρότηση και νοηματική συνοχή.

Τα κριτήρια αυτά ποιος τα βάζεi ; Γιατί ; Αξιολογούνται από την κοινωνία ή έστω από μεγάλες κοινωνικές ομάδες έστω και πλειοψηφικές; Τελικά το βαθμό αυθαιρεσίας ή όχι τον αξιολογεί η ιστορία εκ των υστέρων και από τα αποτελέσματα τελικά που είχε στο κοινωνικό σώμα. Αν και εκεί χωράει μεγάλη συζήτηση ποιος ιστορικός δεν είναι υποκειμενικός σε ποιο μοντέλο σκέψης και ανάλυσης δρά. Αλλά ας πούμε ότι αντικειμενική άποψη είναι αυτή που είναι αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα. Χωρίς βέβαια και αυτό να είναι υποδειγματικό. Αναφέρω ότι το γεωκεντρικό μοντέλο ήταν αποδεκτό από τον 4ο αιώνα π.χ. μέχρι και τα μέσα του 17ου αιώνα. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν τι γίνεται για κοινωνικές ή πολιτικές απόψεις που δεν μπορούν να στηριχθούν σε ένα στέρεο μαθηματικό μοντέλο ή δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν από την εμπειρία μια και δεν επαναλαμβάνεται το ίδιο φαινόμενο.

Τα φαινόμενα του φεμινισμού και της νεολαίας που αναφέρεις αναδείχθηκαν από τα σπλάχνα της κοινωνίας ή απλά αποκατέστησαν την αντίληψη περί ισότητας που αναδείχθηκε από τη Γαλλική επανάσταση περί ισότητας των δικαιωμάτων των πολιτών. Και ποια τα αποτελέσματα ; Είχαν μόνο θετικά αποτελέσματα ;
Για να δούμε σήμερα τη θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία που τον τόνο τον δίνει ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής .Είναι πιο ευτυχισμένη που ψηφίζει ; Είναι πιο ευτυχισμένη που είναι εκμεταλλευόμενη ; Οι νέοι σήμερα είναι πιο ελεύθεροι ; Απλά το κοινωνικό σύστημα ενσωμάτωσε με τον καλύτερο τρόπο τόσο τις αντιδράσεις όσο και τα κινήματα αυτά. Δένοντας τους ανθρώπους στο σύστημα με ακόμη ισχυρότερα και πιο έξυπνα δεσμά.

Εκείνο που διαφοροποιεί αυτή την στάση είναι η εντιμότητα της παραδοχής από μέρους του αυτής της υποκειμενικής προϋπόθεσης και όχι η συσκότισή της πίσω από δήθεν αμεροληψίες και μπαγιάτικους αντικειμενισμούς.

Πολύ σωστό, όμως δεν επιλύεται ούτε το πρόβλημα της αυθαιρεσίας, δυστυχώς, ούτε το αντικειμενικό ζήτημα αν όλα αυτά τελικά δημιούργησαν θετικό αποτέλεσμα, αν δηλαδή έγιναν οι άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι επειδή ακολούθησαν μια ιδέα, έστω και αν τελικά, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, το σύστημα πιο σοφό και ενσωμάτωσε αυτές τις ιδέες και ενέπνευσαν ακόμη και διαφημιστικές εκστρατείες ακριβώς γιατί αυτά τα κινήματα δεν χτύπαγαν την καρδία του δηλαδή τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής.

Εκείνο που λένε με την συμμετοχή τους σε αυτά οι άνθρωποι, είναι ότι μπορούν και θέλουν να αναλάβουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Δεν αρκούνται στο να γκρινιάζουν για την ακρίβεια, την φτώχεια, την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους. Αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.

Είναι πράγματι σημαντικό οι άνθρωποι να παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους πέρα και έξω από το νόμο του κέρδους και της κατανάλωσης. Είναι σημαντικό να βγαίνουν έξω από τις νόρμες που παράγουν μόνο ανία και ρουτίνα και να καθορίζουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις ανάγκες τους και όχι με το ψέμα.

Τελικά όμως αφορά ομάδες ή άτομα και όχι πλειοψηφίες με διαφορετικές απόψεις και διαφορετικούς συχνά αντιφατικούς στόχους, σύντομα δε δείχνουν σημάδια κόπωσης και αποσύρονται από την ενεργό δράση .


Πως αυτές οι κινήσεις και αυτές οι αναδυόμενες με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα στάσεις ζωής και νοοτροπίες θα μπορούσαν να γενικευτούν, να ενταχθούν σε ένα συνεκτικό όραμα και πρόγραμμα ριζικής αλλαγής και να αποκτήσουν ξεκάθαρο προσανατολισμό.

Γιατί θα πρέπει να γενικευτούν ; Γιατί θα πρέπει να αποκτήσουν τελικά μια ιδεολογία ένα κοινό σχέδιο ; Γιατί τελικά μπορεί και αυτό το σχέδιο να μη δημιουργήσει μια νέα νόρμα που θα είναι και αυτή βαρετή και ανιαρή . Μήπως γενικεύοντας και θεωρητικοποιώντας τα πάντα απλά καταστρέφεις την ποικιλία από ιδέες, απόψεις, συμπεριφοράς και άρα περιστέλλεις κατα κάποιο τρόπο την ελευθερία και την ευτυχία ;

Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό γιατί η ευτυχία και η ελευθερία είναι έννοιες καταρχήν με πολλούς και διαφορετικούς ορισμούς. Και βέβαια το ερώτημα που ακολουθεί είναι γιατί αυτές οι αξίες να είναι πιο αξιόλογες από άλλες π.χ. την ευδαιμονίας, της ηθικής, του αγαθού, της συμμετοχής στα κοινά κ.λ.π. κλ.π.

Καλλίνικος

Ανώνυμος είπε...

Η παρέμβαση του φίλου Καλλίνικου με τις πολύ σημαντικές και ουσιαστικές επισημάνσεις με αναγκάζει να κάνω μια παρέκβαση που φοβούμαι πως θα είναι αρκετά μεγάλη, γιατί και τα θέματα που ανοίγονται από τον Καλλίνικο είναι ζωτικής σπουδαιότητας.
Θα ήθελα να ζητήσω προκαταβολικά συγγνώμη από εκείνους που θα αναγκασθούν να παρακολουθήσουν μια πιό φιλοσοφική διαπραγμάτευση με την οποία πιθανώς δεν είναι εξοικειωμένοι, αλλά από την άλλη όταν το σκέφτομαι καλύτερα και δεδομένου του ισχνού ενδιαφέροντος - τρία άτομα όλα κι όλα συμμετέχουν σε αυτή την συζήτηση- λέω: δεν γαμιέται, ας κάνουμε το κέφι μας.
Επί της ουσίας λοιπόν ο Καλλίνικος με την παρέμβασή του κωδικοποιεί κάποια από τα επιχειρήματα του επιστημολογικού σχετικισμού και του μεταμοντερνιστικού λόγου.
Όσοι έχουν μια επαφή με την σχετική θεματολογία γνωρίζουν ότι εδώ και περίπου 35 χρόνια ανθίζουν στις λεγόμενες ανθρωπιστικές σπουδές οι ιδέες περί θανάτου του υποκειμένου, του νοήματος, του ανθρώπου, της Ιστορίας κλπ. Όλα αυτά συμβαίνουν με την επίκληση του Νίτσε, του Μαρξ, του Φρόιντ και του Χάιντεγκερ. Συνοπτικά, αυτό που λέγεται είναι ότι η ψυχανάλυση απέδειξε ότι δεν υπάρχει το κλασικό φιλοσοφικό υποκείμενο, ότι ο Μαρξ απέδειξε ότι υπάρχουν δομές, υποδομές και υπερδομές και εμείς οι ίδιοι και όσα λέμε καθορίζονται από αυτές ή ότι, όπως έκανε σαφές ο Νίτσε δεν υπάρχουν γεγονότα αλλά μόνο ερμηνείες, επομένως ο καθένας έχει την ερμηνεία του και όλα τα υπόλοιπα είναι φούμαρα και μεταξωτές κορδέλες.
Από αυτούς τους μεγάλους στοχαστές, εκκινώντας οι μεταμοντέρνοι διακήρυξαν αρχικά τον θάνατο των μεγάλων αφηγήσεων, και αφού πήραν φόρα προχώρησαν στον θάνατο κάθε αφήγησης, ή για να το πούμε με απλά λόγια τον θάνατο του λόγου γενικώς. Και ο λόγος, με όλες τις πιθανές σημασίες του, πέθανε, μας λένε, διότι δεν έχει να πιαστεί από κάτι που να βρίσκεται έξω από τον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή κάθε προσπάθεια θεμελίωσής του λαμβάνει χώρα εντός του. Δεν υπάρχουν οντότητες- θεός, φύση, γεγονότα, αντικειμενικός κόσμος- εκτός του δικού του σύμπαντος, επάνω στις οποίες να ερείζεται. Όλες αυτές οι οντότητες συλλαμβάνονται με τον λόγο και δια του λόγου, και μιας και κάθε λόγος καθορίζεται από χωροχρονικές παραμέτρους-κοινωνία και πολιτισμός εντός των οποίων εκφέρεται, προσωπικά και ταξικά συμφέροντα, επιθυμίες κλπ του ομιλούντος- είναι ως εκ τούτου υπονομευμένος από την φύση του.
Τα πρακτικά εξαγόμενα μιας τέτοιας θεώρησης, είναι ότι μιάς και κάθε λόγος είναι ισοδύναμος και εξίσου αυθαίρετος με οποιονδήποτε άλλο, δεν υπάρχει λόγος να εμπλέκεται κανείς σε διαμάχες υποστήριξης ή καταδίκης κάποιων απόψεων και ιδεών, ούτε και κάποιων καθεστώτων και το μόνο που έχει να κάνει είναι να παραμένει γαλήνιος και ατάραχος, δηλαδή να είναι ένας κομφορμιστής.
Αλλά το να είσαι κομφορμιστής, να μην εμπλέκεσαι και να περιορίζεσαι στην αποδόμηση του λόγου των άλλων, δεν είναι και αυτό ένας λόγος;
Ο μεταμοντερνισμός δεν συνιστά μια άλλη μορφή λόγου; Αυτά που ισχυρίζονται οι εν λόγω στοχαστές δεν βγαίνουν από το ασυνείδητό τους; Δεν καθορίζονται κοινωνικά από τις υποδομές-δομές - υπερδομές των κοινωνικοιστορικών καθεστώτων εντός των οποίων διαβιούν; Δεν αποτελούν και αυτά ερμηνείες; Ο απόλυτος και ακραίος σχετικιστικός λόγος οδηγεί κατευθείαν στον αυτοχειριασμό του. Εάν τα πάντα είναι σχετικά τότε και η φράση ΄΄τα πάντα είναι σχετικά΄΄ είναι σχετική και αυτή.
Και εάν ο λόγος ενός δικτάτορα τίθεται στο ίδιο επίπεδο με τον λόγο εκείνου που υφίσταται βασανιστήρια στα μπουντρούμια του καθεστώτος του προειρημένου δικτάτορα τότε γιατί να επιλέξουμε να υποστηρίξουμε κάποιον από τους δύο λόγους; Δεν θα αποτελούσε τεράστια ελαφρότητα και έλλειψη σύνεσης από πλευράς του μεταμοντέρνου διανοούμενου σε αυτή την περίπτωση να υποστηρίξει τον λόγο του φυλακισμένου; Και τότε γιατί στην πλειοψηφία τους οι διανοούμενοι αυτοί, μιάς και οι περισσότεροι είναι μέλη της πανεπιστημιακής ελίτ και των ποικιλώνυμων think tank, υποστηρίζουν τα δυτικά ΄΄δημοκρατικά΄΄ καθεστώτα και τις δυτικές αξίες;
Και πέρα από όλα αυτά, η ίδια η δυνατότητα να στοχάζεσαι πάνω στην γενεαλογία και τις προϋποθέσεις του λόγου και να τον αποδομείς ή να τον σχετικοποιείς μπορεί να γεννηθεί και να ριζώσει μέσα σε οποιοδήποτε πολιτισμό ή εμφανίστηκε και πήρε σάρκα και οστά μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό χώρο που έθεσε ως υπέρτατες αρχές και αξίες την κριτική σκέψη, την ανοχή, την ελευθερία, την ισότητα και την δικαιοσύνη ; Και εάν όντως έτσι συνέβη πως αυτός ο πολιτισμικός χώρος και οι αρχές που τον υποβαθρώνουν, είναι φαινόμενα ισοδύναμα με κάποια άλλα όπως οι ασιατικές δεσποτείες και τα δουλοκτητικά καθεστώτα που άνθισαν σε άλλες εποχές και τόπους;
Ο σχετικιστικός μεταμοντερνισμός κατά την γνώμη μου ανακατεύει σωστές διαπιστώσεις , που άλλωστε έγιναν πολύ καιρό πριν αυτός εμφανισθεί, με αστόχαστες και συσκοτιστικές των πραγματικών προβλημάτων απόψεις.
Σε στενά φιλοσοφικό και επιστημονικό επίπεδο το πραγματικό πρόβλημα είναι το εξής: Δεδομένου ότι είναι αληθές: α)ότι στην καρδιά του κάθε υποκειμένου υπάρχει ένα ασυνείδητο που δίνει τα κίνητρα των πράξεων και των κρίσεών του, β)ότι κανείς δεν μπορεί να υπερβεί την εποχή και την κοινωνία μέσα στην οποία γεννήθηκε, γ)ότι κάθε απόφανση έχει ένα ανεξάλειπτο στοιχείο ερμηνείας που αντιστοιχεί στα συμφέροντα, την κοινωνική θέση και τις απόψεις του ερμηνευτή, ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΔΥΝΑΤΗ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΙΑΣ ΑΣΥΛΛΗΠΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΕΣ ΑΝΤΙΞΟΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΠΟΥ ΑΚΟΥΕΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΄΄ΣΚΕΠΤΕΣΘΑΙ΄΄ ; ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΔΥΝΑΤΗ Η ΕΚΤΥΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ;
Πως έγινε λοιπόν δυνατόν ένα ον που έχει εκ γενετής τα βαρίδια του ψυχικού και κοινωνικο-ιστορικού προσδιορισμού του, να μεταμορφωθεί σε μια αυτοστοχαστική υποκειμενικότητα που ενδιαφέρεται, και δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρεται, για την αλήθεια και την ισχύ των όσων λέει;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, την οποία εγώ ασπάζομαι, λέει ότι πρέπει να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε χωρίς υπεκφυγές το γεγονός ότι το μοναδικό στήριγμα αυτής της αδιανόητης δραστηριότητας, είναι ετούτο το σαθρό έδαφος του κοινωνικοιστορικού και ψυχικού βαλτότοπου. Το ερώτημα της αλήθειας άπαξ και ετέθη, συνιστά ορίζοντα του είναι μας και δεν μπορεί να συγκαλυφθεί. Αυτό σημαίνει ότι ο στοχασμός ανήκει και αυτός στο πραγματικό και ότι το πραγματικό μπορεί να τον στηρίξει, μέσα σε μια αέναη διαδικασία της οποίας η ολοκλήρωση είναι ανεπίτευκτη και της οποίας ο αποσπασματικός χαρακτήρας θα είναι ες αεί δεδομένος.
Το απόλυτο πέθανε, αλλά γιατί ο στοχασμός πρέπει να συναρτάται μαζί του; Oι αναζητούντες τις οριστικές βεβαιότητες ας ασχοληθούν με άλλα αντικείμενα όπως η χειρομαντία και η αστρολογία.
Μετά από την γενική αυτή τοποθέτηση, ας περάσουμε στην εξέταση των ενστάσεων του Καλλίνικου. Ερωτά, και πολύ σωστά, ποιος θέτει τα κριτήρια, τα οποία παρέθετα στο προγενέστερο άρθρο μου. Κατ’ αρχήν τα όποια κριτήρια παραμένουν σταθερά, αλλά αναπροσαρμόζονται και παρακολουθούν την εξέλιξη του καθόλου σώματος της γνώσης. Τα θέτει κάθε φορά η κοινότητα των συμμετεχόντων σε μια συζήτηση και αυτή δεν εξαντλείται στην επιστημονική κοινότητα με την στενή έννοια. Αναμφίβολα και αυτά τα θέτουν υποκείμενα, αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Πάντα υποκείμενα συμμετέχουν σε μια συζήτηση, και η ίδια η ιδρυτική πράξη μιάς συζήτησης, μιάς οποιασδήποτε συζήτησης, εμπεριέχει έναν ελάχιστο αριθμό αρχών και κριτηρίων, που είναι απαραίτητα και για να γίνει δυνατή αυτή η συζήτηση.
Ας υποθέσουμε ότι συναντώ τον φίλο μου Χ και αρχίζουμε να κουβεντιάζουμε για το που θα πάμε το βράδι.. Ετούτη η απλή κουβέντα προϋποθέτει ότι : επικοινωνούν σε ένα κοινά αποδεκτό συμβολικό κώδικα (= νεοελληνική γλώσσα) που κατανοούν αμφότεροι, ο λόγος που εκφέρεται δεσμεύει τον ομιλούντα(=εννοεί αυτά που λέει, κι αν πει συμφωνώ να πάμε το βράδι στον Μαργαρίτη ο άλλος έχει βάσιμο λόγο να λαμβάνει τοις μετρητοίς τα λόγια του και να κανονίσει το πρόγραμμά του ανάλογα),
Ανταλλάσσουν απόψεις επί του θέματος τηρώντας κάποιους διαδικαστικούς κανόνες πχ, μιλούν με τη σειρά ή κι αν διακόπτει ο ένας τον άλλον λαμβάνει υπόψιν τα λεγόμενά του πριν απαντήσει, προσπαθεί ο ένας να καταλάβει τι λέει ο άλλος κλπ, κλπ. Εάν τώρα ήταν μεταμοντέρνοι διανοούμενοι και ήθελαν να είναι συνεπείς με τις θεωρίες τους θα συνέβαιναν τα εξής: θα μιλούσαν καθόλη την διάρκεια της συνάντησής τους ταυτοχρόνως ή δεν θα μιλούσαν καθόλου, ή κι αν μιλούσαν δεν θα έπρεπε να δίνει καμία βάση ο ένας στον άλλο γιατί απλούστατα θα σκέφτονταν ο ένας για τον άλλο << αυτά που λέει τώρα δεν τα εννοεί γιατί καθορίζονται από την δομή του κοινωνικού συστήματος ή από τα ασυνείδητα συμπλέγματα του ψυχισμού του κι εγώ δεν πρέπει να δώσω καμία βάση στην δέσμευσή του, αλλά πρέπει να τον γράψω στα παπάρια μου>> ή πάλι << τα λόγια του είναι ισοδύναμα με τα κακαρίσματα μιας κότας γιατί και ο δικός της λόγος είναι εξίσου έγκυρος με τον δικό του>> ή ακόμη χειρότερα << ποιος ο λόγος να ανταλλάσσουμε έναρθρες απόψεις καλύτερα να γκαρίζουμε κι ακόμη καλύτερα να βγάζουμε άναρθρες κραυγές>> και στο φινάλε: γιατί να μην βγάλω ένα μαχαίρι και να του το καρφώσω στο δόξα πατρί, αφού έτσι κι αλλιώς κανείς δεν δικαιούται να αξιολογήσει αρνητικά αυτήν την πράξη μου μιάς και δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό κριτήριο απαξίωσης κάποιων πράξεων σε σχέση με κάποιες άλλες.
Με όλα αυτά θέλω να πω ότι ανεξάρτητα από το ποιος θέτει τα κριτήρια, αυτά είναι απαραίτητα για την διεξαγωγή οποιασδήποτε συναναστροφής, για την συγκρότηση γενικότερα οποιασδήποτε διυποκειμενικότητας, και για την ανάδυση εν τέλει της ίδιας της κοινωνίας. Το θέμα του περιεχομένου και της ποιότητας των κριτηρίων είναι πολύ σημαντικό και συναρτάται με την ποιότητα των συμμετεχόντων σε ένα διάλογο, την ύπαρξη θεσμών που διευκολύνουν και διευρύνουν τον διάλογο όπως και την συγκρότηση υποκειμένων που μαθαίνουν να συζητούν, να θέτουν ερωτήματα και να δίνουν απαντήσεις.
Η κυριαρχία του γεωκεντρικού μοντέλου για κάποιους αιώνες και η αντικατάστασή του εν συνεχεία από το ηλιοκεντρικό για να αλλάξει και αυτό στη συνέχεια, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να υπάρξουν κριτήρια, παρά μόνο ότι πρέπει να έχουμε επίγνωση της προσωρινότητας των κριτηρίων που υιοθετούμε κάθε φορά. Οδηγεί επομένως στον περιορισμό των προσδοκιών μας για απόλυτες και οριστικές αλήθειες και στη τοποθέτηση των πνευματικών μας ενασχολήσεων σε μετριοπαθέστερα πλαίσια και όχι στο να αρχίσουμε να βγάζουμε άναρθρες κραυγές γιατί αυτό είναι ισοδύναμο με την διατύπωση περίπλοκων ερμηνευτικών κατασκευών. Σαφώς και δεν είναι ισοδύναμες οι δυο δραστηριότητες.
Το ίδιο ισχύει και για την μη επαναληψιμότητα των φαινομένων που επισημαίνει ο Καλλίνικος. Ούτε αυτό μπορεί να αποτρέπει τον στοχασμό από την προσπάθεια διερεύνησης των κοινωνικοιστορικών φαινομένων και από την διατύπωση ερμηνειών. Εκείνο από το οποίο αποτρέπει είναι η διατύπωση καθολικών και ατσάλινων νόμων που ξαπλώνουν την ιστορία και τις κοινωνίες στο κρεβάτι του θεωρητικού Προκρούστη.
Εν συνεχεία ο Καλλίνικος αναρωτιέται εάν οι γυναίκες και οι νέοι είναι σήμερα πιο ευτυχισμένοι. Εγώ όμως δεν έθεσα το ζήτημα των κοινωνικών κινημάτων των γυναικών, των νέων, και θα μπορούσα να προσθέσω και των εργατών και γενικότερα των καταπιεσμένων, με όρους ευτυχία/δυστυχία. Εγώ μίλησα για το νόημα της αυτονομίας που ενσωματώνουν αυτά τα κινήματα, τα οποία και ξεκίνησαν στα περιθώρια του συστήματος μέχρις ότου καταφέρουν να μετασχηματίσουν την κοινωνία. Η επισήμανση του Καλλίνικου ότι αυτά αφομοιώθηκαν, με βρίσκει σύμφωνο, αλλά δεν συμφωνώ ότι αυτά τα κινήματα όπως και όλες οι μεγάλες επαναστάσεις του παρελθόντος πρέπει να τα δούμε μόνο ως νίκη του συστήματος που κατάφερε ΄΄να δέσει τους ανθρώπους στο σύστημα με ακόμη ισχυρότερα και πιο έξυπνα δεσμά΄΄. Το ισχύον σύστημα είναι αυτό που είναι, δηλαδή μας παρέχει αυτά τα ψήγματα ελευθερίας και δικαιωμάτων, γιατί το μπόλιασαν αιώνες κοινωνικών αγώνων και κινημάτων που το συνδιαμόρφωσαν και το έκαναν υποφερτό. Εάν δεν υπήρξαν όλες αυτές οι επαναστάσεις, ο καπιταλισμός θα ήταν ένα αβίωτο καθεστώς, όπως και πάει να γίνει σήμερα που παρατηρείται έκλειψη της κοινωνικής αμφισβήτησης.
Τέλος στο ερώτημα γιατί θα πρέπει οι κινήσεις αμφισβήτησης να γενικευτούν και να αποκτήσουν ένα κοινό σχέδιο ριζικής αλλαγής, απαντώ:
Συμμερίζομαι απόλυτα τον κίνδυνο που επισημαίνεις, γι αυτό και προσπαθώ να παίρνω τις προφυλάξεις μου και να τις διατυπώνω συνεχώς ρητά στα κείμενά μου.
Θέλω όμως να ξανατονίσω ότι δεν πρέπει να συγχέουμε την προσπάθεια άρθρωσης μιάς κριτικής σκέψης με την οικοδόμηση κλειστών θεωρητικών συστημάτων που προβλέπουν και εγγυώνται την επικράτηση των βλέψεων και των επιθυμιών μας.
Ούτε και πρέπει να συγχέουμε την δέσμευση σε ένα κοινό σχέδιο και κάποιες κοινές αρχές, μέσα από συλλογικές, δημοκρατικές διαδικασίες με τις άνωθεν επιβαλλόμενες εντολές σε μάζες αφισοκολλητών και σε εκτελεστές των γραμμών και των οδηγιών κάποιων φωτισμένων ηγεσιών. Πρέπει πάντα να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε και να μην καίμε τα χλωρά μαζί με τα ξερά.

Ανώνυμος είπε...

1. Καταρχήν οφείλω να ευχαριστήσω το φίλο μου τον Αίσωπο για την διεξοδική απάντηση του.
2. Να επισημάνω ότι σε μια πρώτη ανάγνωση οφείλω να επιδώσω τα εύσημα μου στον Αίσωπο για το βάθος της ανάλυσης του και την διεξοδικότητα της απάντησης του.
3. Η ποιότητα αυτής και οι απαντήσεις που πρέπει να δοθούν δεν μου επιτρέπουν να δώσω μια πρόχειρη απάντηση.
4. Επιφυλάσσομαι να απαντήσω

Καλλίνικος

Ανώνυμος είπε...

ΟΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΙΑΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ


Μετά την εκτεταμένη παρέκβασή μου, που αφορμή της στάθηκε το κείμενο το φίλου Καλλίνικου, επανέρχομαι στη ροή του λόγου μου.
Είναι λοιπόν δυνατή η ενοποίηση των κινημάτων αμφισβήτησης του καπιταλισμού;
Έχει χυθεί πολύ μελάνι για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα και οι απόψεις επί του θέματος μπορούν να γεμίσουν ολόκληρους τόμους. Ακόμη και μια συνοπτική παρουσίαση της σχετικής συζήτησης δεν θα μπορούσε να γίνει στα περιορισμένα πλαίσια αυτού του χώρου. Γι αυτό θα προχωρήσω κατευθείαν στην παρουσίαση ενός μόνο από τα πιθανά εναλλακτικά σενάρια ενοποίησης.
Με πρώτη ματιά κάποια κινήματα φαίνονται τόσο διαφορετικά μεταξύ τους που οποιαδήποτε πιθανότητα σύγκλισης φαντάζει απραγματοποίητη. Αν ας πούμε συγκρίνουμε τα διάφορα καταναλωτικά κινήματα-και αναφέρομαι στα πιο σοβαρά και μαχητικά από αυτά - που δραστηριοποιούνται στην κατεύθυνση προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών με ένα κίνημα πιο extreme όπως αυτό του freeganism που στρέφεται καθαρά κατά του καταναλωτισμού και πρεσβεύει την επιστροφή σε πιο λιτό και απλό τρόπο ζωής, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να βρει σημείο επαφής. Οι μεν στρέφονται αποκλειστικά κατά της ακρίβειας των συνεχών ανατιμήσεων και των στρεβλώσεων στην αγορά -ολιγοπώλια, καρτέλ κλπ- ενώ οι δε απορρίπτουν συλλήβδην τον καταναλωτικό πολιτισμό. Επίτηδες πήρα αυτό το λίγο εξεζητημένο παράδειγμα για να δείξω πως κατά τη γνώμη μου και μέσα από ποια διαδικασία θα μπορούσαν κάποιοι χώροι με διαφορετικούς προσανατολισμούς να συνδεθούν.
Πριν από λίγες ημέρες τα μέλη του κινήματος ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΣΤΟΠ διοργάνωσαν κάποιες ενέργειες όπως: άνοιξαν τις μπάρες σε διόδια της εθνικής οδού Αθηνών –Πατρών για να διαμαρτυρηθούν για την αύξηση των τελών διέλευσης και πρότειναν στους επιβάτες των μέσων μεταφοράς να δίνουν το εισιτήριό τους στον επόμενο αντιδρώντας στις αυξήσεις των τιμών των εισιτηρίων. Παρόμοιες δράσεις θα μπορούσαν εύκολα να πολλαπλασιασθούν, και να μαζικοποιηθούν, ιδίως από τη στιγμή που ο κόσμος θα έβλεπε ότι θα μπορούσαν να έχουν και κάποιο πρακτικό αντίκτυπο στην βελτίωση της καθημερινότητάς του. Από την άλλη μεριά τα διατροφικά σκάνδαλα των τελευταίων χρόνων, οι όλο και περισσότερες ιατρικές έρευνες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για τους κινδύνους στην υγεία των καταναλωτών από την υπερκατανάλωση τροφών με συντηρητικά και τις βλάβες που προκαλεί η κατάχρηση ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών, δημιουργούν ένα ακροατήριο που αρχίζει να τείνει ευήκοον ους στις απόψεις όσων επιχειρηματολογούν κατά της συσσώρευσης καταναλωτικών αγαθών και προπαγανδίζουν μια επιστροφή σε έναν πιο φυσικό και ισορροπημένο τρόπο ζωής.
Τον συνδυασμό των δύο κινημάτων θα μπορούσε να διευκολύνει σε πρώτη φάση η διάχυση στους πολίτες που συμμετέχουν σε αυτά και ενστερνίζονται τους στόχους και τους προβληματισμούς τους, κάποιων ιδεών που ήδη κυκλοφορούν μεταξύ κάποιων αντισυμβατικών οικονομολόγων, δημοσιογράφων και αναλυτών. Πρόκειται για τις απόψεις που θέτουν στο επίκεντρο της κριτικής την ιδεολογία της οικονομικής μεγέθυνσης και της επέκτασης και απορρίπτουν το κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο αλλά και τον ίδιο τον ορισμό της ανάπτυξης. Θεμελιακά στοιχεία ενός νέου ορισμού της ανάπτυξης πρέπει να είναι η έμφαση στην ποιότητα αντί για την ποσότητα κα στις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των λαών και των κοινοτήτων τους. Αυτό σημαίνει ότι οι ίδιες οι κοινότητες, με την ενεργό συμμετοχή των πολιτών, πρέπει να ανακτήσουν τον έλεγχο της αναπτυξιακής διαδικασίας από το κράτος και την αγορά. Για α υπάρξει αυθεντική ανάπτυξη, τα οικονομικά ζητήματα πρέπει να μπουν πάλι κάτω από τον έλεγχο της κοινωνίας. Οι στόχοι της ανάπτυξης πρέπει να είναι: η προώθηση της ποικιλίας μέσα στην ενότητα, η εξασφάλιση στις τοπικές κοινότητες οικονομικής ασφάλειας, πολιτιστικής επιβίωσης και οικολογικής υγείας. Η ανάπτυξη πρέπει να ξαναοριστεί, ως η ενδυνάμωση των πολιτών και των κοινοτήτων τους να καθορίζουν το ίδιο τους το μέλλον ελεύθερα. Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης μόνο τα έργα και οι επενδύσεις που αποφασίζουν οι ίδιοι οι κάτοικοι μιάς περιοχής σε τοπικό επίπεδο θα βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους. Τότε, οι προτεραιότητες της περιφερειακής και της εθνικής ανάπτυξης θα προκύπτουν μέσα από τον προσανατολισμό στις τοπικές ανάγκες. Η περιγραφόμενη δυναμική θα διευκολυνθεί από μια διαδικασία συνομοσπονδιοποίησης, όπου τα συμφέροντα κάθε περιοχής εκπροσωπούνται σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο με τρόπο που να κάνει δυνατή μια συντονισμένη στρατηγική για την ανάπτυξη, η οποία οικοδομείται από τη βάση προς την κορυφή και αντανακλά τις επιθυμίες της μάζας του πληθυσμού και όχι εκείνες της ελίτ.
Αυτές οι ιδέες θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν και να συγκεκριμενοποιηθούν ακόμη περισσότερο στα πλαίσια ενός δημόσιου διαλόγου, που θα μπορούσε να ξεκινήσει με πρωτοβουλίες ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτά τα κινήματα. Η περαιτέρω επεξεργασία αυτών των ιδεών σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει αποκλειστικό αντικείμενο και προνόμιο κλειστών ομάδων θεωρητικών στοχαστών, αλλά πρέπει να συμμετέχουν σε αυτήν ενεργά οι άμεσα ενδιαφερόμενοι δηλαδή σε πρώτη φάση οι ακτιβιστές και όλοι εκείνοι που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι ενεργοί πολίτες. Όσοι κατέχουν κάποιο δημόσιο βήμα, θα πρέπει να το αξιοποιήσουν για την κοινοποίηση και προώθηση αυτών των αντιλήψεων σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.
Η διάδοση αυτών των ιδεών σε ευρύτερες ομάδες πολιτών θα μπορούσε να προσφέρει την βάση της επίπονης και χρονοβόρας διαδικασίας συγκρότησης μιας κοινής πλατφόρμας των περισσότερων κινημάτων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή.
Αυτή η ενοποίηση δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε απορρόφηση των κινημάτων σε άκαμπτες κοινές οργανωτικές δομές, αλλά θα πρέπει αυτά να διατηρήσουν την αυτονομία τους και τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά τους.
Ένα παράδειγμα: Γιατί να πρέπει να απαιτήσει κανείς από τα μέλη μιας οικολογικής οργάνωσης προστασίας της αρκούδας να εγκαταλείψουν την ενασχόλησή τους με την προστασία και την διάσωση αυτού του συγκεκριμένου ζώου, όταν αυτό είναι που επιθυμούν και γι αυτό άλλωστε αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν και να διαθέσουν χρόνο από την προσωπική τους ζωή. Tην υπέρβαση της μονοθεματικής τους αντίληψης μόνον οι ίδιοι μπορούν να την πραγματοποιήσουν εφόσον συνειδητοποιήσουν, στα πλαίσια μιας περισσότερο στενής επαφής και συνεχούς διαλόγου με άλλα κινήματα, όπως πχ αυτό των συνεταιριστικών τραπεζών, ότι πρέπει να διαβούν το κατώφλι του δικού τους σπιτιού και να συνάψουν ευρύτερες συμμαχίες για να μπορέσουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα να προασπίσουν και τα ζωικά είδη αλλά και να εντάξουν αυτό το μερικό ενδιαφέρον τους σε μια ευρύτερη προοπτική. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα μπορούσαν να συνδεθούν μέσω χαλαρών οριζόντιων αμεσοδημοκρατικών δομών με τα άλλα κινήματα και να συμφωνήσουν σε κάποιους κοινούς στόχους και προοπτικές, που θα αποτυπωθούν σε ένα πρόγραμμα κοινής δράσης. Οι ποιο ριζοσπαστικές συνιστώσες των κινημάτων δεν πρέπει να λειτουργούν με όρους εκ των προτέρων αποκλεισμού και περιχαράκωσης στην δική τους αντίληψη από φόβο μην μολυνθούν από ρεφορμιστικές απόψεις, αλλά θα πρέπει χωρίς κόμπλεξ να προσχωρήσουν σε μια διαδικασία ώσμωσης και αλληλεπίδρασης με τις υπόλοιπες ομάδες και χώρους και μάλιστα να είναι αυτές που θα αναλάβουν την πρωτοβουλία για μια τέτοια προσπάθεια, μιας και εκείνες είναι που επιθυμούν περισσότερο το ξεπέρασμα του μονομερούς και αποσπασματικού χαρακτήρα των υπαρχόντων κινημάτων.