Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
Το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει συναφθεί κατά βάση στο νόμισμα της οφειλέτριας χώρας, δηλ. σε ευρώ, μιας και η Ελλάδα είναι μέλος της ευρωζώνης, και επομένως δεν υπάρχει καμία αντιστοιχία από αυτήν την άποψη με την περίπτωση της Ισλανδίας, που το χρέος της είναι κατά βάση σε ξένο νόμισμα, δηλ το δολάριο. Αυτό σημαίνει ότι δεν απαιτείται για την αποπληρωμή του η σώρευση σκληρού συναλλάγματος στα θησαυροφυλάκια του ελληνικού κράτους , όπως συνέβαινε όταν ο Χ.Τρικούπης κήρυξε σε πτώχευση το ελληνικό κράτος. Επιπροσθέτως οι τωρινοί πιστωτές μας είναι κυρίως ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι, εγχώριοι επομένως επενδυτές και ευρωπαϊκοί όμιλοι όπως η γερμανική Ντόϊτσε Μπανκ και δευτερευόντως κάποια αγγλοσαξωνικά επενδυτικά σχήματα. Αλλά πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι κορυφαίες ελληνικές τράπεζες παίζουν πρωταρχικό ρόλο στον δανεισμό του δημοσίου γι αυτό και ο ρόλος τους στην όλη διαδικασία είναι κομβικός.
Το όλο κύκλωμα σε αδρές γραμμές λειτουργεί ως εξής: οι έλληνες τραπεζίτες αγοράζουν τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, τα οποία εν συνεχεία χρησιμοποιούν ως ενέχυρο για να δανείζονται με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους από την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα και να εξασφαλίζουν ρευστότητα, δανείζουν δηλ. το ελληνικό δημόσιο και εν συνεχεία χρησιμοποιούν τους δανεισθέντες τίτλους για να δανειστούν με την σειρά τους από την ΕΚΤ. Από την διαφορά μεταξύ των υψηλών επιτοκίων των διαφόρων ομολογιακών τύπων-εξάμηνης, τριετούς, πενταετούς ή δεκαετούς διάρκειας- και του χαμηλού επιτοκίου της ΕΚΤ, ενθυλακώνουν τεράστια ποσά, τα οποία ουδόλως διοχετεύουν στην αγορά, παρά τις εκκλήσεις και τις <<αυστηρές>> συστάσεις των κυβερνώντων. Kάποιοι επομένως κερδίζουν από την κρίση, κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας, αστρονομικά ποσά που θα μπορούσαν εάν φορολογούνταν με υψηλότατους συντελεστές και σε συνδυασμό με άλλες κινήσεις διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και σύλληψης της υψηλότατης φοροδιαφυγής να δώσουν λύση στο δημοσιονομικό πρόβλημα.
Η περίπτωση του Ντουμπάϊ πάλι είναι αρκετά διαφορετική από την ελληνική. Το ένα εκ των έξι αραβικών εμιράτων, μέσω της κρατικά ελεγχόμενης Ντουμπάϊ Γουέρλντ, προχώρησε σε φαραωνικές επενδύσεις προσδοκώντας σε αυξημένη προσέλευση τουριστών-αγοραστών και στην μετατροπή του σε τουριστικό παράδεισο για τους ανώτερες εισοδηματικές τάξεις του πρώτου κόσμου. Το στοίχημα δεν τους βγήκε και βρέθηκαν σε αδυναμία κανονικής εξυπηρέτησης των πιστωτών τους. Εμείς τέτοιου τύπου επενδύσεις δεν κάναμε, αν και σε μεγάλο τμήμα της ελληνικής μεταπρατικής ελίτ υπάρχει το όραμα μετατροπής της Ελλάδας σε χώρο προορισμού των απανταχού πλουσίων με παροχή υψηλής ποιότητας τουριστικού προϊόντος, που στην πράξη βέβαια θα μεταφραζόταν σε <<ντουμπαϊκού τύπου>> έργα και υποδομές. Από αυτή την άποψη η καραμπινάτη αποτυχία του κρατιδίου θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή για τους εγχώριους θαυμαστές της ανάπτυξης αυτού του είδους, που αποδεικνύεται ότι εκ της φύσεώς της διαθέτει εξαιρετικά σαθρά θεμέλια και στηρίζεται σε παράγοντες εξόχως ασταθείς και ευμετάβλητους, όπως η προσέλκυση <<υψηλού επιπέδου>> τουριστών. Η βαριά βιομηχανία μιάς χώρας, ιδίως εάν είναι περιφερειακή και με τριτοκοσμικού τύπου χαρακτηριστικά, δεν μπορεί να είναι ο τουρισμός, γιατί τότε η εν λόγω χώρα βάζει βόμβες πολλών μεγατόνων στην ίδια της την οικονομία. Τα αντιπαραδείγματα της Ελβετίας και του κρατιδίου του Μονακό δεν είναι πειστικά, διότι σε αυτήν την περίπτωση μιλάμε για κομβικές χώρες, με αυξημένο ειδικό βάρος παρόλη την μικρή τους γεωγραφική έκταση και τοποθετημένες στην καρδιά της ανεπτυγμένης βιομηχανικά ευρωπαϊκής ηπείρου και οι οποίες συμμετέχουν σε όλες τις διαδικασίες και τις εξελίξεις του σκληρού πυρήνα των ηγετικών δυνάμεων της γηραιάς ηπείρου. Δηλ, για να το πούμε ωμά, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Άλλωστε τι έγινε στο Ντουμπάι; Κήρυξε στάση πληρωμών για ένα εξάμηνο, και για να μην αρχίσουν να πέφτουν μαζικά από τα παράθυρα οι πιστωτές του, και αφού για λίγες ημέρες έπεσαν οι μετοχές των ιδρυμάτων τους στα χρηματιστήρια όλου του κόσμου, προσήλθαν σαν καλά παιδιά στο τραπέζι του διαλόγου για να επαναδιαπραγματευτούν πιο ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής του χρέους του κρατιδίου. Και τι θα μπορούσαν να κάνουν άλλωστε; Κανείς δανειστής δεν θέλει να χάσει τα λεφτά του και κάνει ό,τι είναι επιβεβλημένο για να τα πάρει πίσω. Αυτό βέβαια έρχεται σε σύγκρουση φαινομενικά με τις άγριες ιστορίες περί επιβολής σκληρών προγραμμάτων λιτότητας από το ΔΝΤ σε περίπτωση που κάποια χώρα αναγκαστεί να προσφύγει στις υπηρεσίες του. Και αυτό όντως συνέβη παλαιότερα αλλά και τώρα με κάποιες χώρες που προσέφυγαν στο ΔΝΤ. Όταν όμως μιλάμε για την Ελλάδα δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αφενός προσφυγή στο ΔΝΤ δεν προβλέπεται για χώρα μέλος της Ε.Ε διότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με απαξίωση της ίδιας της ευρωζώνης, κάτι που το απεύχονται οι ατμομηχανές και στυλοβάτες της Ε.Ε Γερμανία-Γαλλία και αφετέρου δεν είναι μονόδρομος η προσφυγή στο ΔΝΤ. Παραδείγματος χάριν η έκδοση ευρωομολόγου που συζητείται όλο και περισσότερο τελευταία θα μπορούσε να συνιστά μια εναλλακτική λύση, ή και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού φορέα διάσωσης στα πρότυπα του ΔΝΤ, άλλο το ότι αυτές τις λύσεις δεν τις προκρίνουν οι κυρίαρχοι κύκλοι της ΕΕ προς το παρόν. Πάντως όπως και να έχει είναι δύσκολο να επαναληφτούν φαινόμενα διεθνούς στρατιωτικού αποκλεισμού σε περίπτωση παύσης πληρωμών ή και επιβολής αιματηρών πολιτικών λιτότητας τύπου Λατινικής Αμερικής της δεκαετίας του ’80. Εκτός όλων των άλλων τέτοιου τύπου λύσεις εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους για την κοινωνική συνοχή και εμπεριέχουν υψηλό κοινωνικό ρίσκο που δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι η ντόπια ελίτ και οι ξένοι προστάτες μας είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν.
Άλλο είναι το κυρίαρχο πρόβλημα της Ελλάδας. Σ΄αυτή τη χώρα δεν στήθηκε ποτέ μια <<υγιής>> παραγωγική δομή. Ανυπαρξία καθετοποίησης, έλλειψη συνδέσεων μεταξύ των κλάδων και των τομέων της οικονομίας, αρχαϊκές δομές και στους τρεις τομείς: πρωτογενή-δευτερογενή και τριτογενή, χαμηλή παραγωγικότητα, πρωτοφανής εξάρτηση από το εξωτερικό σε πρώτες ύλες και τεχνολογία, καχεκτικές επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, λίγες <<μοντέρνες>> εξαγωγικές μονάδες περιστοιχισμένες από μια θάλασσα πρωτόγονων βιοτεχνιών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που καμία σχέση δεν έχουν με τις αντίστοιχες δυναμικές μικρομεσαίες και καινοτόμες επιχειρήσεις του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, υπερβολική εξάρτηση από κρατικές προμήθειες και έργα του δημοσίου, χαμηλή προστιθέμενη αξία παραγόμενων προϊόντων κλπ, κλπ.
Αυτά δεν ξεπερνιούνται με περιοριστικές πολιτικές ούτε όμως και με την εγκατάλειψη της επενδυτικής πολιτικής στις δυνάμεις της αγοράς. Δεν υπάρχει ούτε ένα ιστορικό παράδειγμα διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης που να στηρίχτηκε στις δυνάμεις της αγοράς είτε μελετήσουμε χώρες του κέντρου είτε αυτές τις περιφέρειας. Σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις –Ιαπωνία, χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας κλπ- το κράτος έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην διαδικασία εκσυγχρονισμού της παραγωγικής δομής .
Το που θα κατευθυνθούν οι επενδύσεις, τι και πως θα παραχθεί, καθώς και η στήριξη των βιομηχανικών μονάδων μέχρι να καταστούν βιώσιμες και ανταγωνιστικές, ήταν πάντοτε συνέπεια οργανωμένης κρατικής παρέμβασης, υποστήριξης και σχεδιασμού.
Αλλά και αυτή η οπτική δεν είναι ικανοποιητική από την πλευρά εκείνων που οραματίζονται μια διαφορετική κοινωνία ελευθερίας, ισότητας και δικαιοσύνης. Γι αυτούς η προοπτική μιας ισχυρής οικονομικά Ελλάδας δεν μπορεί να αποτελεί αντικειμενικό στόχο. Το θέμα είναι η οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς οικονομικές ανισότητες, όπου οι πολλοί θα αποφασίζουν με πραγματικά δημοκρατικό τρόπο για όλα τα ζητήματα που τους αφορούν μέσα από θεσμούς άμεσης οικονομικής και κοινωνικής δημοκρατίας. Επομένως το κράτος και οι μηχανισμοί του δεν μπορούν να συνιστούν γι’ αυτούς την λύση του προβλήματος, μιας και το κράτος εξ ορισμού αποτελεί ένα χωριστό θεσμό που αποξενώνει τους ανθρώπους από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, αναθέτει την διεύθυνση των υποθέσεων της κοινωνίας σε σώματα επαγγελματιών και περιορίζει την πλειοψηφία της κοινωνίας σε ρόλο θεατή και εκτελεστή των αποφάσεών τους. Κατά συνέπεια η αντισυστημική και ριζοσπαστική οπτική πρέπει να περιέχει σαν βασικό στοιχείο του οικονομικού της προγράμματος έναν δημοκρατικό οικονομικό προγραμματισμό, όπου τα βασικά στοιχεία της οικονομικής πολιτικής- τι, πόσο και πως θα παραχθεί- θα συζητείται και θα αποφασίζεται από διευρυμένες συνελεύσεις των πολιτών, που θα συναρθρώνονται σε πολλά επίπεδα: τοπικό, περιφερειακό και πανεθνικό.
1 σχόλιο:
Άριστο άρθρο!
Περιγράφει ξεκάθαρα το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Που είναι πράγματι η απουσία ενός σοβαρού παραγωγικού ιστού.
Οι επιχειρήσεις στη Ελλάδα είναι καλομαθημένες να ζουν από τα δάνεια και τα ευρωπαϊκά κονδύλια, λειτουργούν μεταπρατικά χωρίς να επενδύουν σε τεχνολογίες και έρευνα. Ο δημόσιος τομέας είναι άχρηστος, αντιπαραγωγικός, κομματικός, γραφειοκρατικοποιημένος και ανορθόλογος. Το πρόβλημα μεγενθύνεται από μια οικονομία που χωροταξικά συγκεντρώνεται γύρω από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, πόλεις που δεν λειτουργούν λόγω κακού χωροταξικού σχεδιασμού, έλλειψης δρόμων και κυκλοφοριακού φόρτου.
Παράλληλα τα Πανεπιστήμια μας είναι αυτά που είναι μακριά από τη σχεδιασμένη έρευνα. Ο πολιτισμός μας είναι πλήρως αμερικανοποιημένος και καταναλωτικός.
Ο λαός είναι φοβισμένος που άγεται και φέρεται από κομματικούς μηχανισμούς με απόψεις και ιδεολογία του 1940.
Άντε και καλά Σαράντα!
Δημοσίευση σχολίου