Από http://athens.indymedia.org/
Η παρακάτω ιστορία είναι αληθινή !
Κυριακή πρωί αποφασίσαμε να πάμε μια παρέα με 3 μηχανάκια να βοηθήσουμε δυό φίλους που είχαν μετατρέψει ένα κλειστό φορτηγάκι σε πυροσβεστικό και βρίσκονταν από την προηγούμενη μέσα στις πυρκαγιές.Η κοπέλα του ενός σοφά μας υπέδειξε να τους πάμε φαγητό και νερό. Μετά από χίλια δυό εμπόδια, κίνηση, μπάτσους, κάπνες, περίεργους και αλλαφιασμένους και πάμπολα τηλέφωνα καταφέραμε να τους βρούμε πάνω από τη μονή Πεντέλης, σε ένα πλάτωμα που φόρτωναν νερό τα πυροσβεστικά. Ψόφιοι από το ξενύχτι και την πείνα, ήταν στο πόδι 24 ώρες κι αφού όρμησαν στις φρατζόλες και το τυρί, είπαν να δώσουν και στους πυροσβέστες που μόλις ήρθαν δίπλα. «Είναι από το Βόλο» είπαν. Δυό νέα παιδιά και ένας σχεδόν πενηντάρης ίσα που στέκονταν στα πόδια τους. Τους είχαν φέρει από την προηγούμενη το πρωί και δεν είχαν φάει τίποτα, ούτε και βρέθηκε κανείς να νοιαστεί.
-Παλιουκατάστασ’ είπε ο πιό μεγάλος, πανάθεμα τουν αγιέρα τ΄, δεν ξεκόβ΄ με τίπουτα.
-Δεν τελειώνει παιδιά με τίποτα, όλο και δυναμώνει, είπε κάποιος από τους άλλους.
Κουβέντα στην κουβέντα, οι δυό φίλοι μας δεν ήθελαν με τίποτα να σταματήσουν περισσότερη ώρα, αποφάσισαν να ξεκινήσουν πάλι. Ρωτάνε τους πυροσβέστες :
-Tι παίζει τώρα παιδιά, τι ακούτε από τον ασύρματο;
-Εχει μπει φωτιά μέσα στην Ανθούσα και την κυνηγάνε μέσα στις αυλές.
-Πάμε, φύγαμε. Ερχεστε;
Δεν ήθελε ρώτημα, χαρετήσαμε, μπροστά το φορτηγάκι, πίσω εμείς κατηφορίσαμε προς την Ανθούσα. Πανικός από τις κάπνες, επικίνδυνα στο δρόμο, δεν έβλεπες καλά να οδηγήσεις. Τα φιλαράκια, έμπειροι σε πυρκαγιές, ξέραν καλά ότι φωτιά ανάμεσα σε αυλές είναι μόνο για μικρά πυροσβεστικά σαν το δικό τους.
Ενα άλλο πυροσβεστικό στο δρόμο μας καθοδήγησε χοντρικά που να πάμε. Στην πρώτη φλόγα κατεβήκαμε όλοι και σβήναμε, δεν ήθελε πολύ, πέντε απλωτές το λάστιχο και 7 άτομα που είμασταν το ξετυλίγαμε όλο, καμιά 300 μέτρα. Εκανε δουλειά το κόλπο. Το αφήναμε σέρνοντας και ρολάραμε μέχρι την επόμενη φλόγα, τραβώντας και αφήνοντας. Αφήσαμε τα μηχανάκια σε μιαν άκρη και το πήραμε με τα πόδια, πλάκα-πλάκα θα κάναμε κανά χιλιόμετρο σκάρτο όταν τέλειωσε το νερό. Ψάξε-ψάξε, φαίνεται μια βίλα με πισίνα και δώστου κατά κει. Οι φίλοι μας είχαν κάνει μια καλή σωλήνωση στην αντλία και μπορούσε και να αναροφήσει νερό ακόμα και από υπόγεια, πολύ χρήσιμο. Στρίβωντας στη γωνία για να βρούμε την είσοδο, πέφτουμε πάνω στο πυροσβεστικό από το Βόλο. Ο μεγαλύτερος είχε έναν καλοστεκούμενο ηλικιωμένο μπροστά και του φώναζε:
-Δώσμη το νιρό σι λέου, κιέγεται ου τόπους, θα πάρ΄ς φουτιά κι συ σι λίγου.
-Οχι κύριε, το νερό της πισίνας είναι δικό μου και δεν σας το δίνω, το χρειάζομαι για τη φωτιά.
-Κι τι θα του κάν΄ς αρέ, σάματις έχ΄ς κι τίπουτα να του πιτάξ’ς στη φουτιά; Αφού δεν έχ’ς ούτι ραντιστήρα.
-Κύριε, δεν σας το δίνω, αν χρειαστεί θα το δώσω στο πρώτο πυροσβεστικό που θάρθει να μας σβήσει τη φωτιά, αν φτάσει ως εδώ.
-Ισι καλά αρέ; Να πας να σι διαβάσουν, τούπε κι έκανε να φύγει.
Δεν ήθελε πολύ, πέντε σπρωξιές, δύο τον κρατάγαμε και μπούκαρε το φορτηγάκι μέσα κι άρχισε να ρουφάει από τα 12 κυβικά νερό της πισίνας, μισό τόνο μπορούσε να πάρει.
-Θείο, βάλε τώρα το δικό σου, τούπαμε. Δεν κόλωσε, μπαίνει με την όπισθεν σπάει και κανά δυό γλάστρες και άρχισε να φορτώνει, του άφησε το μισό.
Βγαίνοντας, ακούγονται κάτι γυναικείες φωνές, Κωνσταντίνε τρέχα, έπιασε φωτιά η πέργκολα με την τριανταφυλιά. Μια φλόγα εμφανίστηκε ξαφνικά στην κάτω γωνία. Κάνει ξανά πίσω ο θείος, ρημάζει το γκαζόν, κατεβάζει τη μάνικα και κάνει τον κήπο αεροδρόμιο. Πήγαμε απέξω και σβήναμε από την κάτω μεριά μια πουρνάρα που είχε αρπάξει γερά και έριξε μέσα τη φωτιά. Τελειώνοντας, βοηθάγαμε τους πυροσβέστες να μαζέψουν τα λάστιχα, ο θείος πλησιάζει τον αφηνιασμένο ιδιοκτήτη:
-Tώρα θα μι δώσ’ και του υπόλοιπου, αφού ση σβήσαμε.
-Οχι κύριε, δεν γίνεται, θα το χρειαστώ για παν ενδεχόμενο.
Κούνησε το κεφάλι ο θείος.
-Κι αν επιτρέπιτι, τι επαγγέλεσαι;
-Ιατρός κύριε και έχω καλέσει την αστυνομία.
-Kάλα την μπα κι σι σβήσ’, χασάπακα.
Κείνη την ώρα νάσου ένας μπάτσος με κάτασπρο κράνος και μια μηχανή, ρωτάει.
-Tα μηχανάκια εδώ παραπάνω δικά σας είναι; Να τα πάρετε, εμποδίζετε την κυκλοφορία των πυροσβεστικών.
Τον πιάνει ο θείος.
-Α σιαπέρα αρέ, των πιδιών ίνι που μας βοηθάν, όχ΄σαν κι σας που όλο μας μπουρδουκλώνιτι και διν ξέριτι ούτι σαπούθι ιν η Ουμόνια. Αι τώρα να μαθ’ς που θα βρούμι υδρουφόρα.
-Η πισίνα του κυρίου δεν σας κάνει;
Περιτό να περιγράψω τι γέλιο έπεσε μετά, που κόπηκε από φωνές γιατί εμφανίστηκε μια μεγάλη φλόγα μέσα στο ρέμα παρακάτω και την κάναμε προς τα κει.
Το θείο και τους δικούς του τον είδαμε ξανά αργά το βράδυ, σε μια επιφυλακή, εγκατάσταση το λένε, περιμένοντας φωτιά να φτάσει σε ένα δρόμο πάνω από τη Νέα Μάκρη. Είχαμε μαυρίσει απ’ τις κάπνες και ψοφήσει στην κούραση, αλλά ο θείος ήταν χειρότερα. Ενας από τους άλλους δύο είχε τσουρουφλιστεί στα χέρια νωρίτερα και τον πήγανε στο 401, αλλά δεν κινδύνευε.
1 σχόλιο:
Ο ατομισμός και εγωισμός των ανθρώπων αποκαλύπτεται στην ιστορία αυτή.
Ο γιατρός με τη βίλα μεσα στο πράσινο αρνείται ν' αδειάσει την πισίνα του, προκειμένου να εφοδιαστεί με νερό πυροσβεστικό όχημα εθελοντών, αλλά και της πυροσβεστικής. Το αρνείται αν και η φωτία είναι δίπλα του, αν και δεν έχει τρόπο να το αντλήσει ώστε να μπορέσει να το χρησιμοποίησει.
Από την άλλη δεν μπορούμε παρά να ευχαριστήσουμε όσους βοήθησαν, από καθήκον ή εθελοντικά στην πυρόσβεση των δασικών περιοχών. Οσο για τους κυρίους με τις βίλες ας πρόσεχαν. Ας είχαν πάρει μέτρα να προφυλάξουν τις "νόμιμες¨και εντός του δάσους περιουσίες στους.
Ας τους λυπηθεί η εκκλησία, που έσπευσαι να συνδράμει τους δυστυχους του Κοκκιναρά, του Διονύσου, της Σταμάτας κ.λ.π. υποβαθμισμένων περιοχών.
Δημοσίευση σχολίου