Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

Χρηματοοικονομικές Κρίσεις: Να μάθουμε να ζούμε με αυτές.

Τι κοινό έχουν:

• Η κατάρρευση των στεγαστικών ταμιευτηρίων στις Η.Π.Α. (1982)
• Η κρίση του χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών (1982)
• Το χρηματιστηριακό κραχ στις Η.Π.Α. (1987)
• Η κρίση στην Ιαπωνική αγορά ακινήτων (1989-90)
• Η στεγαστική κρίση στη Σουηδία (1990-91)
• Η κρίση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (1992)
• Η κρίση της Τεκίλα στο Μεξικό (1994-95)
• Η κρίση στη Ν.Α. Ασία (1997-98)
• Η κρίση στη Ρωσία (1998)
• Η κρίση στη Βραζιλία (1998-99)
• Η κρίση στην Τουρκία (2000-01)
• Η κρίση στην Αργεντινή (2002)
• Η κρίση στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου στις Η.Π.Α και στην Ευρώπη (2007).

Έχουν τον ίδιο ηθικό αυτουργό: Την ανεξέλεγκτη κίνηση κερδοσκοπικών κεφαλαίων και την πλήρη απορύθμιση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και πίσω από αυτό και πάνω από όλα την απληστία των στελεχών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (εμπορικές και επενδυτικές τράπεζες, αμοιβαία κεφάλαια, hedge funds, private equity funds, συνταξιοδοτικά ταμεία κ.ο.κ.)

16 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Γιατί άραγε δεν αφήνουν την αγορά να αυτορυθμιστεί??? Τι λένε τώρα οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς?

Ανώνυμος είπε...

Τα greedy boys της Wall Street κάνουν τα γλυκά μάτια στον πολύ Χένρι Πόλσον και μπαίνουν στην ουρά σαν καλοί φτωχομπινέδες των κρατικών συσσιτίων για να λαδώσουν το αντεράκι τους με τα 700 δισεκατομμύρια δολάρια που οι Αμερικανοί φορολογούμενοι ΄΄αποφάσισαν΄΄ να τους ελεήσουν, για να συνεχίσουν να ζουν μέσα στους χλιδάτους εικονικούς χρηματοπιστωτικούς κόσμους που φιλοτέχνησαν τα τελευταία χρόνια.
Οι εναλλακτικές λύσεις κεφαλαιακής στήριξης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων , αγνοήθηκαν διότι οι Μπερνάκι, Πόλσον και Σία αποφάνθηκαν ότι έπρεπε να φορτώσουν με χρέος 700 δις δολαρίων το Αμερικανικό δημόσιο γεγονός που υποθηκεύει οποιαδήποτε μελλοντική προσπάθεια αύξησης των δημοσίων δαπανών υπέρ των ασθενέστερων, όπως αυτή που ευαγγελίζεται ο Ομπάμα για την κάλυψη των περίπου 50 εκατομμυρίων ανασφάλιστων Αμερικανών.
Μια από αυτές τις προτάσεις προέβλεπε την έκδοση νέων ομολόγων μετατρέψιμων, τα οποία θα αγόραζε από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα το κράτος, και τα οποία αφενός θα ενίσχυαν κεφαλαιακά τις τράπεζες και αφετέρου θα μπορούσε αυτό να τα ρευστοποιήσει κατά προτεραιότητα σε οποιαδήποτε μελλοντικά ευνοϊκή οικονομκή συγκυρία. Έτσι το δημόσιο θα κατείχε τίτλους περισσότερο αξιόπιστους και θα διασφάλιζε περισσότερο τα οικονομικά συμφέροντα δημοσίου.
Η λύση που προκρίθηκε τελικά, και συνοδεύτηκε από συντονισμένες προπαγανδιστικές προσπάθειες, για να καμφθεί η αντίσταση της βουλής των αντιπροσώπων , όπως και έγινε τελικά, δεν είναι τυχαία, αλλά αποτελεί ένα καλοστημένο σχέδιο φαλκίδευσης οποιασδήποτε μελλοντικής στροφής της οικονομικής πολιτικής προς περισσότερο φιλολαϊκή κατεύθυνση.
Το σχέδιο είναι εκπληκτικά απλό στη σύλληψή του. Τρομοκρατούμε πρώτα την κοινή γνώμη ότι επίκειται κραχ χειρότερο και από αυτό του 1929, με αύξηση της ανεργίας και χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου του μέσου Αμερικανού, κατόπιν παρουσιάζουμε ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης, που το εμφανίζουμε ως την μοναδική λύση στο πρόβλημα, επινοούμε και ένα νούμερο πχ 700 δις. δολάρια, που να φαντάζει μεγάλο και δυσθεώρητο για να ανταποκρίνεται στο ΄΄μέγεθος΄΄ του προβλήματος, και πιέζουμε για την υπερψήφισή του. Αλλά γιατί 700 δις και όχι 650 ή 725δις; Το συγκεκριμένο νούμερο δεν έχει καμία πραγματική, ακριβή αντιστοιχία προς τα δεδομένα του προβλήματος. Αυτό προκύπτει από το απλό γεγονός ότι κανείς εμπλεκόμενος στη κρίση αυτή την στιγμή δεν μπορεί να εκτιμήσει με πληρότητα το ύψος των ζημιών, γιατί η ίδια η φύση των χρηματοπιστωτικών προϊόντων που απαξιώθηκαν δεν αποτιμάται από καμία πρωτογενή ή δευτερογενή αγορά με σαφή και αξιόπιστο τρόπο. Σύμφωνα με την κυνική ομολογία των ίδιων των εκδοτών τους, τα λεγόμενα τοξικά ομόλογα δεν αποτιμώνται με τις γνωστές μεθόδους που ισχύουν για τις κλασικές μετοχές και ομόλογα, και η όποια αξία τους είναι συνάρτηση του λεγόμενου ΄΄κλίματος΄΄ και της ψυχολογίας των επενδυτών που τα εγκολπώθηκαν.
Εν συνεχεία αφού καταλήξαμε σε ένα φανταστικό νούμερο, το οποίο είναι απαραίτητο για το ξεπέρασμα της κρίσης, φτιάχνουμε ένα νομοσχέδιο δυό-τριών σελίδων, όπου δεν διευκρινίζουμε ποιες επιχειρήσεις και με ποια κριτήρια θα ενταχθούν στις ευεργετικές του διατάξεις, ενώ εξοπλίζουμε και τον υπουργό οικονομικών που θα διαχειριστεί το ποσόν των 700 δις με υπερεξουσίες, που στην πράξη σημαίνουν ότι δεν θα δίνει λογαριασμό σε κανέναν για το που και με ποιους όρους και προϋποθέσεις θα σπαταλά τα λεφτά των Αμερικανών φορολογουμένων.
Κυρίως όμως εκτός από το εξωπραγματικό νούμερο και τις φλου αρτιστίκ ρυθμίσεις του σχεδίου, στοχεύουμε στο εξής: επειδή τα πράγματα αρχίζουν και παίρνουν άσχημη τροπή για τα συμφέροντά μας στην αμερικανική κοινωνία, επειδή δηλαδή τα προπαγανδιστικά όπλα που έχουμε για να κοροϊδεύουμε τους απλούς πολίτες, όπως ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, η αυτορρύθμιση των αγορών, η εγκληματικότητα των μαύρων και των άλλων μειονοτήτων, αρχίζουν και ξεφτάνε και πάει να αλλάξει η διάθεση των πολιτών υπέρ κεινσιανού τύπου ρυθμίσεων , ας φορτώσουμε στο κράτος ένα υπέρογκο χρέος έτσι ώστε οι επόμενοι που θα έρθουν στην εξουσία ακόμη κι αν θέλουν να αλλάξουν ρότα να μην μπορούν λόγω του ελλείμματος που θα τους έχουμε κληροδοτήσει. Ή ακόμη πιο προχωρημένο σενάριο, τα κάνουμε πλακάκια από τώρα με τους Δημοκρατικούς, για να έχουν αυτοί αύριο πειστική δικαιολογία να υπαναχωρήσουν από τις προεκλογικές φιλολαϊκές τους δεσμεύσεις, χωρίς να τους πάρει με τις ντομάτες το πόπολο που εξαπάτησαν για να τους υπερψηφίσει.
Business as usual.

Ανώνυμος είπε...

Φαντάσου τι θα είχε γίνει αν έβγαινε κάποιος πολιτικός να ζητήσει 700 δισ δολάρια, για επιδόματα ή για ενίσχυση μικρών επιχειρήσεων ή για την επιδότηση οικογενειών που κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους απο δάνεια??? Θα είχαν ξεσηκώσει το σύμπαν ο Polson, o Busch και οι ομοσταβλοί τους.

Ανώνυμος είπε...

Επανερχόμενος στο θέμα της κρίσης, θα ήθελα να κάνω μερικές ακόμη παρατηρήσεις.
1)Η κατάρρευση κάποιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και η διεθνής αναταραχή δεν σημαίνει και την κατάρρευση του καπιταλισμού.
Αυτή απαιτεί την ύπαρξη πρόσθετων συνθηκών, η κυριότερη από τις οποίες θα ήταν η δράση ενός πλειοψηφικού κοινωνικού ρεύματος που θα έθετε ως στόχο του την ανατροπή των βασικών θεσμικών πυλώνων του, που είναι η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Τέτοιο κίνημα καλώς ή κακώς δεν υπάρχει.
Οι πληθυσμοί, κυρίως αυτοί των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, παρακολουθούν φοβισμένοι και απαθείς τις εξελίξεις. Έτσι η πρωτοβουλία των κινήσεων μένει στην υπερεθνική ελίτ και στις κατά τόπους άρχουσες τάξεις που εάν δεν συμβεί τίποτα άλλο θα καταφέρουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ελέγξουν σε κάποιο βαθμό τις εξελίξεις. Τα κοινωνικοοικονομικά συστήματα ποτέ δεν καταρρέουν σαν ώριμα φρούτα από την λειτουργία κάποιων δήθεν οικονομικών ή άλλων νόμων που εγγυώνται την ΄΄αντικειμενική΄΄ πτώση τους ανεξάρτητα από την δράση των κοινωνικών υποκειμένων.
2) Η κρίση είναι αδύνατον να μην αγγίξει και την πραγματική οικονομία.
Η υποτίμηση της αξίας των χρηματοοικονομικών προϊόντων, αδόμητων ή δομημένων, και η συνακόλουθη πιστωτική στενότητα, θα επηρεάσουν και την προσφορά και την ζήτηση της παγκόσμιας οικονομίας. Ο βαθμός των συνεπειών θα εξαρτηθεί κατά κύριο λόγο από το μέγεθος και την ποιότητα των παρεμβάσεων που ήδη επιχειρούν οι ηγετικοί κύκλοι της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αλλά και από τις αντιδράσεις, σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτες, των κύριων παικτών της αγοράς. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα. Πως θα αντιδράσουν οι μεγάλοι επενδυτές του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης στο σχέδιο σωτηρίας του Πόλσον;
3)Οι δεσμεύσεις εγγύησης των καταθέσεων των πολιτών που αναλαμβάνουν η μία μετά την άλλη οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου, δεν θα μπορέσουν να αποτρέψουν τα χειρότερα σε περίπτωση επικράτησης ψυχολογίας γενικευμένου πανικού, όπου όλοι οι μικροκαταθέτες θα τρέχουν να σηκώσουν τις αποταμιεύσεις τους. Η πραγματοποίηση αυτού του σεναρίου θα σημάνει απόλυτη πιστωτική ασφυξία του συστήματος και θα θέσει τα κράτη, εμπρός σε διλημματικές επιλογές του τύπου να επωμισθούν αυτά πλήρως την λειτουργία της οικονομίας ή να αφήσουν τις κοινωνίες τους να σωριαστούν σε ερείπια.
4)Η ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου δέχεται καίρια πλήγματα αλλά η συνεχιζόμενη ιδεολογική άνοια των αριστερών δυνάμεων, σε όλες τις εκδοχές τους, καθιστά προβλέψιμη την επανάκαμψη της ιδεολογικής ηγεμονίας των οπαδών του καπιταλισμού υπό άλλο μανδύα, είτε καπιταλισμός με κοινωνική ευαισθησία θα λέγεται αυτός είτε πράσινος καπιταλισμός, είτε ρυθμισμένος και υπεύθυνος καπιταλισμός.

Ανώνυμος είπε...

10.10.2008, η κρίση γιγαντώνεται.
Η χθεσινή συντονισμένη παρέμβαση των κυριότερων κεντρικών τραπεζών, με την οποία έριξαν το βασικό τους επιτόκιο κατά μισή μονάδα, δεν απέτρεψε την βουτιά των κορυφαίων χρηματιστηριακών δεικτών Ευρώπης και ΗΠΑ, ενώ τα ισχυρότερα περιφερειακά χρηματιστήρια Ρωσίας και Κίνας σημείωσαν ελεύθερη πτώση, με ποσοστά σχεδόν διπλάσια εκείνων της Νέας Υόρκης, Λονδίνου και Παρισιού, γεγονός που ανάγκασε την εποπτεύουσα αρχή του χρηματιστηρίου της Μόσχας να διακόψει τις συναλλαγές για πολλοστή φορά μέσα στις τελευταίες ημέρες.
Η διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ του ύψους των τραπεζικών επιτοκίων και της οικονομικής δραστηριότητας, είναι ένα ζήτημα που διχάζει τους οικονομολόγους εδώ και πολλά χρόνια. Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη η πτώση των επιτοκίων, κάνει το χρήμα πιο φτηνό και διευκολύνει τις επενδύσεις και τη οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα όμως η προσφορά χρήματος οδηγεί σε υπερθέρμανση της οικονομίας και ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις, γεγονός που πλήττει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Γι αυτό και οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις έχουν αναγάγει την καταπολέμηση του πληθωρισμού σε κεντρική πολιτική τους γραμμή. Αυτό όμως προϋποθέτει την διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά σχετικά επίπεδα.
Σ’ αυτή την προσέγγιση θεωρείται δεδομένη η σχέση μεταξύ χαμηλών επιτοκίων και οικονομικής ανάπτυξης ή υψηλών επιτοκίων και σταθεροποίησης. Η εμπειρική επιβεβαίωση της παραπάνω θέσης είναι αμφισβητούμενη. Στην παρούσα συγκυρία η πτώση των βασικών επιτοκίων εκλαμβάνεται από τις αγορές ως αποχρώσα ένδειξη της σοβαρότητας της κατάστασης, και αντί να επιφέρει άνοδο της εμπιστοσύνης των επενδυτών και άρα να τους δώσει κίνητρα να αναζητήσουν πιστώσεις για να επενδύσουν, φέρνει τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα, κάνοντάς τους να ξεφορτώνονται μαζικά τίτλους και να μειώνουν την οικονομική τους δραστηριότητα στο ελάχιστο. Στην ΄΄πραγματική΄΄ οικονομία έχουμε περιορισμό πωλήσεων, εξαγγελίες απολύσεων και μείωση των παραγγελιών, επομένως επιβράδυνση. Σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση του Δ.Ν.Τ η παγκόσμια ανάπτυξη θα κινηθεί σε ρυθμούς κοντά στο 3%, νούμερο που κατά τους οικονομολόγους του οργανισμού ορίζει την παγκόσμια ύφεση.
Η μείωση των βασικών επιτοκίων, δεν καταφέρνει να περάσει ούτε καν στην διατραπεζική αγορά. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της κρίσης εμπιστοσύνης, πρέπει να διευκρινίσουμε τι είναι αυτή η διατραπεζική αγορά. Η εν λόγω αγορά δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα παζάρι όπου τα τραπεζικά ιδρύματα αγοράζουν και πωλούν χρήμα. Ανάλογα με την προσφορά και την ζήτηση διαμορφώνονται και τα επιτόκια των χρηματικών ποσών που αγοράζονται και πωλούνται εκεί. Στην παρούσα συγκυρία, καμία τράπεζα δεν δανείζει μια άλλη για περισσότερο από μια νύχτα (το λεγόμενο overnight) και το κάνει με υψηλό επιτόκιο, γιατί απλούστατα φοβάται ότι το δανειζόμενο ίδρυμα δεν θα υπάρχει μετά από μερικές ημέρες για να αποπληρώσει το δάνειο. Επίσης δεν γνωρίζει ένα πιστωτικό ίδρυμα τον βαθμό εμπλοκής των άλλων τραπεζών στα τοξικά χρηματοοικονομικά προϊόντα και άρα αδυνατεί να αξιολογήσει την πιστοληπτική ικανότητα των εταίρων παικτών της διατραπεζικής αγοράς. Και αν αδυνατεί να το κάνει αυτό πως θα πάρει ΄΄ορθολογική΄΄ απόφαση περί του δανεισμού ή μη των άλλων ιδρυμάτων. Παρεμπιπτόντως εδώ αποκαλύπτεται ένας άλλος μύθος της οικονομικής επιστήμης ή τουλάχιστον του κυρίαρχου παραδείγματος σε αυτήν.
Ο μύθος αφορά την διαφάνεια των αγορών και την ελεύθερη, αντικειμενική και ταχεία πληροφόρηση που εξασφαλίζει στα οικονομικά υποκείμενα η δραστηριοποίησή τους μέσα σε μια ελεύθερη παρεμβάσεων και περιορισμών αγορά.
Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Η λεγόμενη ελεύθερη αγορά είναι αδιαφανής, βρίθει δομικών στρεβλώσεων και οι αποφάσεις των δρώντων σε αυτήν είναι σε μεγάλο βαθμό ανορθολογικές και λαμβάνονται εν βρασμώ και εν πλήρη συγχύσει.
Η σχέση όμως επιτοκίων και οικονομικής δραστηριότητας αμφισβητείται και από κορυφαίους οικονομολόγους. Το επιχείρημα είναι απλό. Αυτό που μετράει στην απόφαση των managers των εταιριών να επενδύσουν είναι ένα σύνολο παραγόντων και ανάμεσα σε αυτούς κυρίαρχο ρόλο έχουν οι δημιουργούμενες προσδοκίες για την αύξηση των κερδών τους. Αυτό πάλι σχετίζεται με την ενίσχυση της ενεργούς ζήτησης, το γενικότερο κλίμα που επικρατεί στην αγορά, και την κατάσταση του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται κάθε επιχείρηση. Διαφορετικές εκτιμήσεις γίνονται σε μια μονοπωλιακά ή έστω ολιγοπωλιακά διαρθρωμένη αγορά και άλλες σε μια αγορά περισσότερο ανταγωνιστική. Ακόμη οι επενδυτικές αποφάσεις μιάς εταιρίας λαμβάνονται υπό την επιρροή του αδυσώπητου πολέμου κλικών και φατριών που διεξάγεται εντός της ίδιας της φίρμας.
Ακόμη και υψηλά επιτόκια δανεισμού δεν αποτρέπουν τις επιχειρήσεις να επενδύσουν, εφόσον αυτές αναμένουν ότι η προώθηση των προϊόντων τους θα τύχει ευνοϊκής υποδοχής από την αγορά και αντιστοίχως χαμηλά επιτόκια δανεισμού μπορεί να αφήσουν ασυγκίνητες τις εταιρίες εάν το γενικότερο κλίμα είναι αρνητικό και έχει παγιωθεί μια ψυχολογία ισχνών αγελάδων.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι η ΄΄ειδημοσύνη΄΄ με την οποία ο εσμός των οικονομικών αναλυτών περιβάλλει τους επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών, είναι αέρας κοπανιστός. Τι κάνουν διαχρονικά αυτοί οι επικεφαλής; Τι κάνει ο εκάστοτε διοικητής της FED, ο Μπερνάκι σήμερα ή ο Γκρίσπαν πριν μερικά χρόνια;
Δηλώσεις περί : α) διατήρησης αμετάβλητων των επιτοκίων β) μείωσης των επιτοκίων γ)αύξησης των επιτοκίων. Α, και κάθε εξάμηνο οι υπηρεσίες τους συντάσσουν εκθέσεις, τις οποίες αυτοί διαβάζουν με βλοσυρό ύφος και οι οποίες περιέχουν προβλέψεις που διαψεύδονται μετά από δυο- τρεις μήνες, και κοινότοπες παραινέσεις προς τους εργαζομένους και τις κυβερνήσεις, περί συγκράτησης των μισθολογικών διεκδικήσεων, μείωσης των ελλειμμάτων, αύξησης της ανταγωνιστικότητας κλπ, κλπ.
Η ΄΄ειδημοσύνη΄΄ τους στηρίζεται σε θέσφατα της οικονομικής σχολής σκέψης που έχει επικρατήσει εδώ και τρεις δεκαετίες στα κορυφαία επιστημονικά ιδρύματα του κόσμου, τους διεθνείς οργανισμούς, τους αναλυτές των εγκυρότερων οικονομικών εντύπων και τα ποικιλώνυμα think tanks.
Οι απόψεις και τα επιχειρήματα των άλλων οικονομικών σχολών είτε συκοφαντήθηκαν είτε αποσιωπήθηκαν και καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς να προηγηθεί καμία σοβαρή και εμπεριστατωμένη επιστημονική συζήτηση.
Είναι καιρός να ξανανοίξει ο δημόσιος διάλογος για όλα αυτά και να αποκαλυφθεί η ιδεολογική εξαπάτηση με την οποία εξασφαλίζεται η προσχώρηση των πολιτών σε ψευδοεπιστημονικές μπαρούφες και νεοφιλελεύθερους μύθους.

Ανώνυμος είπε...

13.10.2008
Επανέρχεται το κεϋνσιανό μοντέλο οικονομικής πολιτικής;


Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού και την νεκρανάσταση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Συνιστούν όμως τα υιοθετούμενα μέτρα επιστροφή των κεϋνσιανών οικονομικών συνταγών;
Από την ανάλυση των μέχρι τώρα ληφθέντων μέτρων δεν προκύπτει τίποτα τέτοιο.
Τα 700δις που διέθεσε ο Πόλσον για την αγορά των λεγόμενων τοξικών ομολόγων των αμερικάνικων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ούτε μακρινή ομοιότητα δεν έχουν με την εκτεταμένη παρέμβαση που επιχείρησε ο Ρούσβελτ για την αναζωογόνηση της ενεργούς ζήτησης, μέσω των δημοσίων έργων και της ενίσχυσης του εισοδήματος των λαϊκών τάξεων στην Αμερική του μεσοπολέμου. Αυτό που ενισχύεται με τα χρήματα των σημερινών αμερικάνων φορολογούμενων είναι οι τσέπες των μεγαλοστελεχών των επενδυτικών τραπεζών που επινόησαν και έριξαν στην αγορά προϊόντα υψηλού ρίσκου. Βέβαια παράλληλα με την αγορά των τοξικών ομολόγων το σχέδιο Πόλσον προβλέπει και φοροελαφρύνσεις για μικρά και μεσαία εισοδήματα, οι οποίες όμως πρέπει να σημειώσουμε προστέθηκαν εκ των υστέρων στο νομοσχέδιο, για να κατευναστούν οι αντιδράσεις των βουλευτών και να υπερψηφίσουν τελικά τον νόμο. Πρόκειται επομένως για μια προσθήκη που δεν περιλαμβανόταν στη φιλοσοφία της παρέμβασης και αυτό είναι πολύ αποκαλυπτικό για τις προθέσεις της αμερικανικής άρχουσας τάξης σχετικά με την υπέρβαση της κρίσης.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό με τις εισηγήσεις που γίνονται για την αλλαγή του λογιστικού τρόπου αποτίμησης του ενεργητικού των τραπεζικών ιδρυμάτων που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Αυτό που ίσχυε μέχρι τώρα σαν ακολουθούμενη πρακτική ήταν η αποτίμηση των ενεργητικών των ιδρυμάτων με την μέθοδο mark to market. Σύμφωνα με αυτόν τον λογιστικό κανόνα, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να αποτιμούν τα στοιχεία του χαρτοφυλακίου τους-μετοχές, ομόλογα και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα- βάσει της παρούσας αγοραίας αξίας τους και όχι βάσει της τιμής κτήσης τους. Οι επικριτές αυτής της μεθόδου θεωρούν ότι λόγω της επελθούσας μεγάλης απαξίωσης των εν λόγω προϊόντων , η σε πραγματικό χρόνο αποτίμηση των παγίων στοιχείων των ιδρυμάτων αποτυπώνει την τραγική τους εικόνα καταγράφοντας τις τεράστιες ζημιές τους. Αυτό έχει ως συνέπεια αφενός να πέφτει ακόμη περισσότερο η αξιοπιστία τους στην διατραπεζική αγορά, να δυσκολεύονται δηλαδή ακόμη περισσότερο να βρουν χρήμα, και αφετέρου να προσπαθούν να περιορίζουν τα ανοίγματά τους περικόπτοντας τις επισφαλείς δανειοδοτήσεις. Έτσι προτείνουν την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των ενεργητικών, δηλαδή προτείνουν την αδιαφάνεια για να μπορούν να έχουν οι διοικούντες τα ιδρύματα λυμένα τα χέρια τους να κάνουν ό,τι τους καπνίσει με τις γνωστές συνέπειες για την σταθερότητα του συστήματος.
Ποια σχέση μπορεί να έχει ένα τέτοιο μέτρο με την εισαγωγή θεσμών ελέγχου και διαφάνειας της χρηματοπιστωτικής αγοράς; Προφανώς καμία.
Όλα τα υπόλοιπα μέτρα, εάν τα εξετάσουμε ένα προς ένα, αφορούν την διευκόλυνση της προσφοράς χρήματος- εγγυήσεις δημοσίου για διατραπεζικό δανεισμό, αγορά μετοχών και ομολόγων των επενδυτικών τραπεζών, παροχή ρευστότητας και μείωση βασικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες- και όχι την ενίσχυση της ζήτησης μέσω της αύξησης των εισοδημάτων των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, ούτε καν συζήτηση να γίνεται για αύξηση των συντελεστών φορολόγησης των υπερκερδών των μεγάλων πολυεθνικών και των εισοδημάτων των πλουσίων. Αυτά θα ήταν μέτρα που θα προσιδίαζαν σε μια κεϋνσιανού τύπου οικονομική προσέγγιση, ανεξάρτητα από το εάν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με μια τέτοια προσέγγιση και το εάν αυτή θα μπορούσε να είναι εφικτή μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία.

Ανώνυμος είπε...

Πράγματι μιλάνε για Κεϋνσιανό μοντέλο, ξεχνώντας τα αυτονόητα. Σίγουρα οι "ενέσεις" ρευστότητας και η αγορά της τραπεζικής σαβούρας από τα κράτη δεν σχετίζεται με Κεϋνσιανή παρέμβαση τόνωσης της οικονομίας και ουσιαστικά της ζήτησης μέσω των πολλαπλασιαστών. Πρόκειται για τη γνωστή αναδιανομή πλούτου που συντελείται σφόδρα τις τελευταίες δεκατίες εις βάρος των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων προς τα μεγάλα εισοδήματα και κυρίως αυτά που σχετίζονται με τη χάρτινη οικονομία.
Ποιος άφησε ανεξέλεγκτες τις τράπεζες. Ποιος επέτρεψε να μην αναφέρονται στις λογιστικές τους καταστάσεις τα παράγωγα-τοξικά προϊόντα (Off balance sheet items). Ποιος επέτρεψε τον αχαλίνωτο διατραπεζικό δανεισμό κ.ο.κ. Απλά μέτρα για να συγκρατήσουν την κερδοσκοπία και τον άκρατο δανεισμό πότε θα παρθούν. Ποτέ πιστεύω! Θα έχουμε μία από τα ίδια και σε μερικούς μήνες θα ξαναεμφανιστούν τα γνωστά παπαγαλάκια υπέρ της φιλελευθεροποίησης των αγορών, των τραπεζών κ.ο.κ.

Ανώνυμος είπε...

14.10.08
Ο καπιταλισμός δεν πρόκειται να πεθάνει από μόνος του!!


Αναγεννημένοι παλαιο-νεο-μαρξιστές όλων των χωρών αναμείνατε στο ακουστικό σας. Ο καπιταλισμός δεν πρόκειται να πεθάνει κατά την παρούσα κρίση. Οι έφοδοι στα χειμερινά ανάκτορα των χρηματοπιστωτικών οίκων, ακυρώνονται επ’ αόριστον.
H μαρξιστική-λενινιστική-τροτσκιστική αριστερά έχει σοβαρό πρόβλημα και αυτό ανάγεται, και ας το πούμε χωρίς περιστροφές, στις ιδρυτικές θεωρητικές της ρίζες και όχι σε προδοτικές ηγεσίες, σε αναθεωρητισμούς, ρεφορμισμούς και άλλα φαντασιακά κακά που στοιχειώνουν τον ύπνο των ΄΄καθαρόαιμων΄΄ επαναστατών.
Η κλασική μαρξιστική θεωρία των κρίσεων ξεκινάει από το αξίωμα ότι οι άνθρωποι και οι τάξεις δεν μπορούν να κάνουν τίποτα στη λειτουργία της οικονομίας. Αυτό το αξίωμα είναι ψευδές, αλλά έχει μια βαθιά σημασία που πρέπει επιτέλους να αποκαλυφθεί και να αφαιρεθούν οι παρωπίδες σε όλους εκείνους που ψάχνουν στα γραφτά ενός στοχαστή του 19ου αιώνα την απόλυτη αλήθεια και τις λύσεις για όλα τα δεινά του 21ου.
Το αξίωμα ότι οι άνθρωποι και οι τάξεις είναι απλά ενεργούμενα των οικονομικών νόμων, είναι απαραίτητο για να γίνει η κοινωνία και η οικονομία μια επιστήμη με αξιώσεις εγκυρότητας και αντικειμενικότητας παρόμοιες με αυτή των φυσικών επιστημών. Γι’ αυτό πρέπει το αντικείμενό της να διαμορφώνεται από ΄΄αντικείμενα΄΄. Μέσα στο κορυφαίο έργο του Μαρξ ΄΄το Κεφάλαιο΄΄ εργάτες και καπιταλιστές εμφανίζονται σαν καθαρά και απλά αντικείμενα. Δεν είναι παρά τα τυφλά και ασυνείδητα όργανα που πραγματοποιούν με τις ενέργειές τους εκείνο που οι οικον. νόμοι επιβάλλουν. Αν η οικονομία οφείλει να γίνει μια μηχανική της κοινωνίας, πρέπει να μιλάει για φαινόμενα που διέπονται από αντικειμενικούς νόμους ανεξάρτητους από τη δράση των ανθρώπων και των τάξεων. Έτσι καταλήγουμε στο παράδοξο της μαρξιστικής σκέψης: Ο Μαρξ, ο οποίος έβαλε στο κέντρο του στοχασμού του την πάλη των τάξεων, έγραψε ένα μνημειώδες έργο που αναλύει τη ανάπτυξη του καπιταλισμού, έργο από το οποίο απουσιάζει εντελώς η πάλη των τάξεων, με την ουσιαστική και κυριολεκτική της έννοια και όχι σαν όρος και έκφραση που επαναλαμβάνεται εκεί μέσα κατά κόρον.
Ο αγώνας των εργαζομένων ενάντια στην εκμετάλλευση εάν λαμβανόταν από την θεωρία τοις μετρητοίς θα συνεπαγόταν την ανατίναξη των επιστημονικών της αξιώσεων. Διότι τότε θα έπρεπε να πει κάτι για παράγοντες του συστήματος ακαθόριστους. Θα ήταν επομένως υποχρεωμένη να δεχτεί πως ως οικονομική θεωρία, δεν έχει σχεδόν τίποτα να πει για κείνο που καθορίζει την εξέλιξη της κεντρικής μεταβλητής του συστήματος, δηλαδή για το ποσοστό εκμετάλλευσης, το οποίο βεβαίως εξαρτάται από τους αγώνες των εργαζομένων για αύξηση του βιοτικού τους επιπέδου. Οι παραδοχές του Μαρξ εξυπονοούνται σε κάθε απόπειρα κατασκευής μιάς οικονομικής θεωρίας ως θεωρίας των αντικειμενικών καθορισμών της οικονομικής διαδικασίας.
Αν επιθυμούμε όμως να υπερβούμε τις απόπειρες μαθηματικοποίησης ή φυσικοποίησης των κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων, οφείλουμε να αντικρύσουμε ξεκάθαρα την πραγματικότητα. που λέει ότι οι κοινωνικές τάξεις δρουν-αντιδρούν μαθαίνουν από την εμπειρία τους, βελτιώνουν και τροποποιούν τις συμπεριφορές τους, και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει μέσω της διατύπωσης αυστηρών νόμων την άνοδο ή την πτώση τους και να προδιαγράψει την πορεία τους.
Όλα αυτά μπορούμε να τα διαπιστώσουμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας με αφορμή την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. Οι άρχουσες τάξεις έχοντας πάρει το μάθημά τους από τις προηγούμενες μεγάλες κρίσεις, ιδίως από εκείνη του 1929, παρεμβαίνουν συντονισμένα και δυναμικά για την διάσωση των απειλούμενων ιδρυμάτων και την ομαλοποίηση της αγοράς, παρόλες τις ανακολουθίες και τις εσωτερικές τους έριδες.
Αλλά περί της τύφλωσης της αριστεράς και της δογματικής της προσκόλλησης σε ΄΄νόμους΄΄ και θέσφατα του προπερασμένου αιώνα, θα επανέλθουμε λίαν συντόμως με λεπτομερέστερη και αναλυτικότερη παρουσίαση.

Ανώνυμος είπε...

εργατική δύναμη

Ανώνυμος είπε...

Διαπραγμάτευση του μαρξικού νόμου της αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη.

Η απλήρωτη εργασία ή υπερεργασία που απομυζά ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής από τον εργαζόμενο, μέσα στην εργάσιμη ημέρα, συνιστά την υπερ-αξία που εξάγει ο καπιταλιστής από το εμπόρευμα που ονομάζεται εργατική δύναμη.
Τι καθορίζει την αξία όλων των εμπορευμάτων ; Οι αστοί οικονομολόγοι αναλώνονταν στο να εξηγούν γιατί η τιμή ενός εμπορεύματος ανεβαίνει ή κατεβαίνει στην αγορά, αλλά αποτελούσε μυστήριο γι’ αυτούς το τι συνιστά την ουσία της αξίας του κάθε εμπορεύματος. Ο Μαρξ έδειξε ότι την αξία των εμπορευμάτων προσδιορίζει η ποσότητα εργατικής δύναμης που αυτά ενσωματώνουν.
H νέα αυτή σύλληψη της αξίας των εμπορευμάτων ,η ανακάλυψη της υπεραξίας, η συσσώρευση του κεφαλαίου ή αλλιώς ειπωμένο η αύξηση του κεφαλαίου με τη μετατροπή ενός μέρους της υπεραξίας σε συμπληρωματικά μέσα παραγωγής, η καταστροφή των προκαπιταλιστικών μορφών παραγωγής, η πάλη ανάμεσα στους καπιταλιστές που έχει ως αποτέλεσμα τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, όλα αυτά αποτελούν τις αθάνατες συνεισφορές του Μαρξ στη γνώση της οικονομικής πραγματικότητας του καιρού του και του καιρού μας.
Αλλά η ανάλυσή του όσον αφορά τα προβλήματα που αφορούν τη λειτουργία και την νομοτελειακή εξέλιξη του συστήματος είναι λανθασμένη. Στα ερωτήματα της εξέλιξης του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, των μακροπρόθεσμων τάσεων της εξέλιξης του καπιταλισμού και του τρόπου πραγματοποίησης της οικονομικής του ισορροπίας, έδωσε απαντήσεις διατυπώνοντας νόμους, που δεν μπορούν να υποστηριχθούν εμπειρικά και απομακρύνουν από το πνεύμα ακόμη και της δικής του εκπεφρασμένης άποψης ότι ΄΄οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία τους΄΄, και ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι ΄΄να ερμηνεύσουμε τον κόσμο αλλά να τον αλλάξουμε ΄΄. Τελικά ο συστηματικός, θεωρησιακός Μαρξ των νόμων και των σιδερένιων νόμων κίνησης της ιστορίας νικάει κατά κράτος τον επαναστάτη, καινοτόμο Μαρξ που έβαλε στο κέντρο της κίνησης της ιστορίας την πάλη των τάξεων.
Εδώ θα διαπραγματευθούμε τον βασικό οικονομικό νόμο που αφορά στην αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης και θα προσπαθήσουμε να δείξουμε πως πραγματοποιείται στα πλαίσια της ανάλυσης του Μαρξ η διολίσθησή του στον στείρο αντικειμενισμό.
Ο ακρογωνιαίος λίθος όλων των προβλημάτων είναι ο προσδιορισμός του ποσοστού εκμετάλλευσης. Για τον Μαρξ αυτό το ποσοστό εξαρτάται αποκλειστικά από αντικειμενικούς οικονομικούς παράγοντες, που κάνουν να μην είναι δυνατόν παρά να αυξάνεται και να επιδεινώνεται η εκμετάλλευση των εργατών κάτω από τον καπιταλισμό.
Ας ξεκινήσουμε με τα βασικά
Υπεραξία είναι η υπερεργασία που αποσπά ο καπιταλιστής από τον εργάτη εντός της εργάσιμης ημέρας, και μπορούμε να την αποτυπώσουμε ως εξής:
Υ= ΣΑ – Σ(Χ*U), όπου:
Υ=υπεραξία,
ΣΑ=συνολική παραγόμενη από τον εργάτη αξία μέσα σε μια εργάσιμη ημέρα,
και που είναι εξ ορισμού για τον Μαρξ μια σταθερά,
Σ(Χ*U)= που συμβολίζει το γινόμενο του ανύσματος Χ δηλ. του συνόλου των ετερογενών εμπορευμάτων που καταναλίσκει ο εργάτης ή η εργατική οικογένεια σε μια ορισμένη χρονική περίοδο(πχ μια ημέρα) επί το άνυσμα U που παριστά τις αξίες της μονάδας καθενός απ’ αυτά τα εμπορεύματα. Αυτό, το λεγόμενο και εσωτερικό γινόμενο των δύο ανυσμάτων, είναι η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος εργατική δύναμη.
Τώρα αυτό το μέγεθος που καλείται υπεραξία, κατά τον Μαρξ βαίνει αυξανόμενο με την πάροδο του χρόνου. Ετούτος είναι ο νόμος της ύψωσης του ποσοστού της υπεραξίας ή της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από τους καπιταλιστές. Το ποσοστό της υπεραξίας εκφράζεται και ως ο λόγος της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο (εκφρασμένος σε ποσοστά), όπου μεταβλητό κεφάλαιο είναι το μέρος του κεφαλαίου που ο καπιταλιστής δαπανά για την εξαγορά της εργατικής δαπάνης, δηλαδή το ποσόν του χρήματος που ξοδεύει για μισθούς των εργαζομένων. (Σημείωση: Ο Μαρξ διέκρινε το κεφάλαιο σε σταθερό και μεταβλητό. Σταθερό κεφάλαιο συνιστούσαν τα μέσα παραγωγής, κτίρια, μηχανές, πρώτες ύλες, καύσιμα και μεταβλητό κεφάλαιο, οι μισθολογικές απολαβές των προλετάριων)
Γιατί λοιπόν λέει ο Μαρξ ότι η υπεραξία αυξάνεται ; Διότι κατ’ εκείνον το άνυσμα Χ, που αντιπροσωπεύει το βιοτικό επίπεδο του εργάτη, είναι σταθερό ή δεδομένο, ενώ το άνυσμα U, που συμβολίζει την χρηματική αξία των καταναλισκόμενων εμπορευμάτων, είναι πτωτικό. Και είναι πτωτικό γιατί λόγω της συνεχούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας η αξία των παραγόμενων από τον εργάτη προϊόντων ανά μονάδα χρόνου μειώνεται διαρκώς ενώ το Χ παραμένει σταθερό. Άρα το γινόμενο Χ*U της σταθερής ποσότητας εμπορευμάτων επί τις, φθίνουσες μοναδιαίες αξίες τους, μειώνεται συστηματικά.
Γενικό συμπέρασμα.. Με σταθερή διάρκεια εργάσιμης ημέρας, το ποσοστό εκμετάλλευσης(ή ποσοστό της υπεραξίας) δεν μπορεί παρά να αυξάνεται. Στην γενική παρουσίαση και την επιχειρηματολογία του Μαρξ, για να υπάρχει αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης πρέπει και αρκεί το επίπεδο ζωής της εργατικής τάξης, δηλ. το άνυσμα Χ, να μένει σταθερό. Το συνολικό σύστημα της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ, η θεωρία του για τις κρίσεις και τα συνακόλουθα αξιώματά του για την ανάδυση της σοσιαλιστικής συνείδησης, βασίζονται όλα πάνω σε αυτή τη θεωρία των μισθών. Πιο συγκεκριμένα βασίζονται στην προϋπόθεση πως οι μηχανισμοί της αγοράς εργασίας, οι αλλαγές της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου(δηλ. της αντικατάστασης των εργατών από τις μηχανές) και η πίεση ενός συνεχώς αυξανόμενου εργαζόμενου πληθυσμού θα εμπόδιζαν τους πραγματικούς μισθούς να αυξηθούν με τρόπο διαρκή και αξιόλογο.
Τι γίνεται όμως εάν το άνυσμα Χ, δηλαδή το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης ανεβαίνει; Απλούστατα σ’ αυτή τη περίπτωση ο νόμος της αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης διαλύεται εις τα εξ’ ων συνετέθη.
Τι εμπόδισε λοιπόν έναν μεγαλοφυή στοχαστή να λάβει υπόψη του τον παράγοντα που λέγεται ταξική πάλη ή με άλλα λόγια αγώνας των εργαζομένων ενάντια στην εκμετάλλευση;
Η απάντηση είναι τρομερά απλή. Αν γινόταν αυτό η θεωρία θα έπρεπε να πει κάτι για έναν παράγοντα εξωοικονομικό και ουσιαστικά ακαθόριστο. Θα ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί πως είναι αδύνατον να οικοδομηθεί σύστημα αντικειμενικών καθορισμών που εγγυάται την εξαθλίωση του προλεταριάτου και το οδηγεί λόγω αναπότρεπτης χειροτέρευσης του βιοτικού του επιπέδου στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος. Εάν δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για την κεντρική μεταβλητή του θεωρητικού συστήματος, τότε το όλο σύστημα μένει ξεκρέμαστο και παραπαίει.
Είμαστε επομένως αναγκασμένοι να παγώσουμε την κεντρική μεταβλητή μετατρέποντάς την σε πλήρως και μονοσήμαντα καθορισμένη, έτσι ώστε να την καταστήσουμε αδιάσειστο και συμπαγές θεμέλιο του συνολικού οικοδομήματος.
Γι’ αυτό τον λόγο το άνυσμα Χ μετατρέπεται σε σταθερά, και σε κανένα σημείο του Κεφαλαίου δεν γίνεται συζήτηση για το αν θα μπορούσε το Χ να είναι μεταβλητή, και μεταβλητή σε σχέση με τι, κι ακόμη λιγότερο, για το αν θα μπορούσε να είναι μεταβλητή σε σχέση με την πάλη των τάξεων.
Όμως η πραγματικότητα εκδικείται και τις πλέον ιδιοφυείς θεωρητικές κατασκευές. Στοιχειώδης διανοητική εντιμότητα επιβάλλει να δηλώσουμε:
Γενιές μαρξιστών δεν μπόρεσαν να προσκομίσουν έστω και μια σοβαρή επιστημονική τεκμηρίωση του υπό συζήτηση νόμου και να επαληθεύσουν την ισχύ του.
Παρόλες τις σοφιστικές ρητορείες των ΄΄δυτικών΄΄ μαρξιστών καθώς και τις ψευδοεπιστημονικές αοριστολογίες των ομολόγων τους της πάλαι ποτέ κραταιάς Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, η εμπειρική ανασκευή του νόμου της αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης μέσα σε δυόμιση αιώνες καπιταλιστικής ανάπτυξης, είναι εκτυφλωτική. Το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης μέχρι σήμερα ήταν μια ξεκάθαρη αύξηση των πραγματικών μισθών.
Το προλεταριάτο συνολικά μπορεί να μην έχει πετύχει να μεταβάλλει τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος προς όφελός του, αλλά έχει πετύχει να αποφύγει αυτή η διανομή να επιδεινωθεί εις βάρος του. Το ποσοστό της εκμετάλλευσης παραμένει μακροπρόθεσμα σχεδόν σταθερό. Αν η καθαρή παραγωγή μιάς μεγάλης καπιταλιστικής χώρας το 1860 ήταν 100 κατά απασχολούμενο εργάτη, σήμερα είναι 2000, για να μην πούμε πολύ παραπάνω. Η θεωρία της απόλυτης εξαθλίωσης σημαίνει ότι, αν ο μισθός ήταν 50 το 1860, σήμερα θα έπρεπε να είναι κατώτερος από 50, με άλλα λόγια ότι οι μισθοί αντιπροσωπεύουν λιγότερο από 50/2000 του καθαρού προϊόντος του καπιταλιστικού τομέα. Όποιος κι αν είναι ο όγκος της συσσώρευσης, των κρατικών δαπανών κλπ η απορρόφηση της παραγωγής θα ήταν μέσα σε αυτές τις συνθήκες εντελώς αδύνατη.
Ας μην προσπαθούμε ματαίως να διασώσουμε μια θεωρία διάτρητη από παντού. Η πατροκτονία είναι απαραίτητη για την ουσιαστική ανανέωση της επαναστατικής σκέψης.
ο Μαρξ για να κάνει την ανάλυση, τον τύπο της ανάλυσης που ήθελε να κάνει, σαν καθορισμένης από αντικειμενικούς νόμους, συνεπώς ανεξάρτητης απ’ τη δράση των ανθρώπων, ήταν υποχρεωμένος να αγνοήσει την πάλη των τάξεων.
Ή η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα ή το βιοτικό επίπεδο των εργατών καθορίζεται από την πάλη τους. Και τα δύο μαζί είναι αδύνατα.
Ένα εμπόρευμα δεν μπορεί να δρα για να μεταβάλλει την ανταλλακτική του αξία. Πότε τα μανταλάκια, οι φρέζες ή τα στυλό απαίτησαν ύψωση της τιμής τους με απεργιακούς αγώνες;
Αλλά αν η πάλη της εργατικής τάξης δεν υπόκειται σε οικονομικούς νόμους που θα απεδείκνυαν την τελική της επικράτηση και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου η θεωρία δεν μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον μας και άρα οι μόνοι εγγυητές των αγώνων μας είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Επιστημονική θεωρία διασφάλισης του επίγειου παράδεισου δεν υπήρξε ποτέ και μάλλον δεν θα υπάρξει και στο μέλλον και ευτυχώς που συμβαίνει αυτό.
Διότι εάν υπάρχει, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να υπάρχει και ιερατείο, πείτε το κόμμα, ομάδα, ελίτ ή όπως αλλιώς θέλετε, που θα την κατέχει και θα δικαιούται να καθοδηγήσει τις μάζες στο σωστό δρόμο και τότε,….. τότε η γραφειοκρατία και οι νέες εκμεταλλευτικές τάξεις είναι λιγότερο από ένα τσιγάρο δρόμος, όπως έχει δείξει ξανά και ξανά η ιστορία των επαναστάσεων των δυόμισι τελευταίων αιώνων.

Ανώνυμος είπε...

Στο προηγούμενο σημείωμα παρουσίασα το νόμο της αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης του Μαρξ. Εδώ θα ασχοληθώ με άλλους δύο βασικούς νόμους της πολιτικής του οικονομίας : την περιοδικότητα των κρίσεων υπερπαραγωγής, και την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους.
Κατά τον Μαρξ η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, σημαίνει ότι οι καπιταλιστές καρπώνονται με το πέρασμα του χρόνου ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της αξίας που παράγουν οι εργάτες , ένα μεγάλο μέρος του οποίου επανεπενδύουν στην παραγωγική διαδικασία με την μορφή νέων και πιο εξελιγμένων μέσων παραγωγής, γεγονός που με την σειρά του οδηγεί στην αύξηση των παραγόμενων προϊόντων. Η συνεχιζόμενη όμως εξαθλίωση της εργατικής τάξης, λόγω της μείωσης της συμμετοχής της στην πίτα του παραγόμενου εισοδήματος, προκαλεί ανισορροπίες στη σχέση προσφοράς και ζήτησης με συνέπεια να ενσκήπτουν κρίσεις υπερπαραγωγής, δηλαδή αδυναμίας απορρόφησης της υπερπροσφοράς των παραγόμενων προϊόντων.
Για τους λόγους όμως που ανέπτυξα στο προηγούμενο σημείωμα και αφορούν στην διάψευση της πρόβλεψης του Μαρξ για αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης, ούτε και η περιοδικότητα και το αναπότρεπτο των κρίσεων υπερπαραγωγής ισχύει. Ο μοντέρνος καπιταλισμός μπορεί να διευρύνει τις ανάγκες, να δημιουργεί νέες και να επεκτείνει τις αγορές του, χωρίς να δημιουργούνται απαραίτητα κρίσεις υπερπαραγωγής. Το πολύ να προκαλούνται λιγότερο ή περισσότερο ήπιες υφέσεις, τις οποίες δεν τις χαρακτηρίζει καμία αυστηρή περιοδικότητα και που μπορούν να αντιμετωπίζονται με μείγματα οικονομικής πολιτικής που περιέχουν παρεμβάσεις κευνσιανού ή νεοκευνσιανού τύπου.
Η ίδια τύφλωση ισχύει και με το παπαγάλισμα περί πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, που σύμφωνα με τους μαρξιστές θα επιφέρει την πλήρη ασφυξία του καπιταλισμού. Κατά τας γραφάς, το ποσοστό κέρδους πέφτει συνεχώς διότι: S/C+V, όπου S=υπεραξία, C=σταθερό κεφάλαιο, V=μεταβλητό κεφάλαιο. Πέραν του ότι υπάρχει λογικό λάθος στην διατύπωση του ποσοστού κέρδους ως του λόγου της υπεραξίας προς το σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, θέμα που θα απαιτούσε εκτενέστερη διαπραγμάτευση(*), ο νόμος πάσχει κυρίως στο σκέλος της εμπειρικής θεμελίωση και είναι και ουσιαστικά κενός.
Οι μαρξιστές επιμένουν στην ισχύ του νόμου, διαπράττοντας την εξής λαθροχειρία: παίρνουν βραχυπρόθεσμες οικονομικές περιόδους όπου σε κάποιες καπιταλιστικές χώρες εμφανίζεται πρόσκαιρη κάμψη των συνολικών κερδών σε σύγκριση πάντα με κάποιες προγενέστερες περιόδους, και πιστεύουν έτσι ότι αποδεικνύουν την ισχύ του νόμου.
Εάν έμπαιναν στον κόπο να εξετάσουν πιο μακροχρόνιες περιόδους, και να προβούν σε πιο συστηματικές και αυστηρές συγκρίσεις, θα έβγαζαν διαφορετικά συμπεράσματα.
Αλλά το σπουδαιότερο είναι άλλο. Τι νόημα έχει να διαπιστώσουμε ότι τα κέρδη των καπιταλιστών φέτος έπεσαν κατά 0,5% ή κατά 3% σε σύγκριση με τα περσινά, όταν στα πλαίσια του σύγχρονου καταναλωτικού καπιταλισμού κατακλυζόμαστε με τεράστιες ποσότητες εμπορευμάτων και μια άνευ προηγουμένου επέκταση της παραγωγής; Θα αυτοκτονήσει μήπως ο καπιταλισμός αν και όταν τα υπερκέρδη μειωθούν κατά μία ή δύο μονάδες;





Αυτά είναι φαιδρότητες. Μέσα στην αγωνίας μας να βρούμε αντικειμενικούς νόμους που κατατρώγουν σιγά-σιγά τα θεμέλια του καπιταλισμού σαν τρωκτικά, μαγειρεύουμε κατά το δοκούν οικονομικά δεδομένα και στατιστικές, επινοούμε νόμους και αποφαινόμαστε περί της αναπότρεπτης πτώσης της Ιερουσαλήμ. Πότε θα συμβεί αυτό; Σε ένα χρόνο, σε δύο, τον άλλο μήνα σε τρία τέρμινα; Άγνωστον!! Εκείνο που μετράει και μας ανακουφίζει ψυχολογικά είναι ότι θα συμβεί ή ακριβέστερα ότι η επιστημονική θεωρία έχει προβλέψει ότι θα συμβεί. Προκαλεί εντύπωση ότι άνθρωποι που δηλώνουν επαναστάτες και που είναι διατεθειμένοι να κάνουν άνω-κάτω τον κόσμο, που αρνούνται κάθε μεταφυσική και θρησκευτική πίστη κλπ, πιστεύουν με βαθιά και απόλυτη σιγουριά ότι η αλήθεια έχει ειπωθεί και το μόνο που μένει είναι να την ενστερνισθούν οι πλανημένες ΄΄μάζες΄΄.


Σημείωση:
(*)Δυό λόγια μόνο και για την λογική δομή του νόμου. Να δεχθούμε ότι ο Μαρξ άνοιγε άγνωστους δρόμους στην οικονομική επιστήμη και στα πλαίσια της σισσύφειας προσπάθειάς του δικαιολογούνταν κάποιες ασάφειες και λάθη.
Τι να πούμε όμως για τους επιγόνους του, σπουδαγμένους μαρξιστές οικονομολόγους στα ινστιτούτα και τις κομματικές σχολές της μαρξιστικής οικονομικής ΄΄επιστήμης΄΄ που διυλίζουν τον κώνωπα αλλά από ότι φαίνεται καταπίνουν την κάμηλο; Η κάμηλος εδώ είναι η θεώρηση των μεγεθών S(της υπεραξίας) και C (του σταθερού κεφαλαίου) ως ανεξάρτητων μεταξύ τους. Για να λειτουργήσει ο νόμος θα πρέπει το μέγεθος S να αυξάνει λιγότερο γρήγορα από το μέγεθος C, αυτή άλλωστε την υπόθεση κάνει και ο Μαρξ. Η υπεραξία όμως και το σταθερό κεφάλαιο δεν είναι αυτόνομα μεγέθη, αλλά αλληλεξαρτώμενα. Ένα σημαντικό τμήμα της περσινής υπεραξίας μετατρέπεται(επενδύεται) σε φετινό σταθερό κεφάλαιο, δηλαδή σε μέσα παραγωγής, επομένως δεν τεκμηριώνεται η με μικρότερο ρυθμό αύξηση της υπεραξίας από εκείνη του σταθερού κεφαλαίου.

Ανώνυμος είπε...

Καθαρές κουβέντες

Εάν δεχθούμε ότι :
1)H πάλη των τάξεων έχει απροσδιόριστη έκβαση
2)Οι τάξεις που αντιμάχονται διδάσκονται από την εμπειρία τους και δεν είναι απλά ενεργούμενα, αλλά οι πρωταγωνιστές των εξελίξεων
3)Η ίδια η δράση τους ή η αδράνειά τους είναι αυτές που συνιστούν τον πυρήνα, εάν υπάρχει τέτοιος, της οποιασδήποτε αντίφασης του κυρίαρχου συστήματος
4)Οι προηγούμενες κατακτήσεις τους τίθενται συνεχώς υπό αμφισβήτηση και δεν υπάρχει κατοχύρωση των κεκτημένων πέρα από την συνεχή επαγρύπνηση και διεύρυνσή τους

Τότε:
1) Δεν μπορεί να υπάρξει καμία ουσιαστική μακροπρόθεσμη επιστημονική πρόβλεψη της εξέλιξης αυτής της πάλης
2) Είναι δυνατή η επιβίωση του συστήματος με συνεχείς τροποποιήσεις και προσαρμογές από την άρχουσα τάξη αρκεί οι εκμεταλλευόμενοι να συναινούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στις επιλογές της πρώτης
3) Οι εμφανιζόμενες στα πλαίσια του συστήματος δυσλειτουργίες, υφέσεις, αναταράξεις κλπ δεν μετατρέπονται σε κρίσεις παρά μόνο εάν μετατρέπονται σε συνειδητή προσπάθεια ριζικής αλλαγής των βασικών θεσμών του συστήματος
4) Από την ανάλυση της μέχρι τώρα στάσης και συμπεριφοράς των πληθυσμών στην Ελλάδα αλλά και παγκόσμια, δεν προκύπτει κανένα δείγμα ενεργούς και σημαντικής αντίθεσης απέναντι στις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και στους θεσμούς που την εξέθρεψαν και την στηρίζουν.
5) Ο λόγος των μειοψηφικών ομάδων που αντιτίθενται στο σύστημα, δεν κατορθώνει να διεισδύσει στις συνειδήσεις ευρύτερων στρωμάτων και να τα κινητοποιήσει.
6) Το φαντασιακό της πλειοψηφίας των ανθρώπων έχει πλήρως αποικιοποιηθεί από την κατανάλωση, την τάξη, την ασφάλεια, τον φόβο προς το διαφορετικό και το ξένο.
7) Όσοι ασφυκτιούν και θέλουν να ζήσουν αλλιώς δεν μπορούν στην παρούσα φάση να κάνουν τίποτα παραπάνω από το να μην εξευτελίζουν την ζωή τους μέσα στην πολύ συνάφεια του κόσμου, μέσα στις πολλές κινήσεις κι ομιλίες και να διατηρήσουν την προσωπική τους αξιοπρέπεια όσο είναι αυτό μπορετό.
Αυτό συμπεριλαμβάνει και την συμμετοχή στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι
όταν εκτιμούν ότι η συμμετοχή τους αυτή μπορεί να έχει κάποια θετικά
αποτελέσματα, χωρίς όμως να τρέφουν αυταπάτες ότι το συνολικότερο κλίμα
έχει μεταστραφεί και επίκεινται μεγάλοι τεκτονικοί σεισμοί .
Όλα δείχνουν ότι έχουμε εισέλθει για τα καλά σε μια εποχή
ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑΣ

Ανώνυμος είπε...

Φίλε "ΑΝΩΝΥΜΕ"
Αν είναι σήμερα εποχή βαρβαρότητας ο Μεσαίωνας τι εποχή ήταν?

Ανώνυμος είπε...

Ας αφήσουμε τον Μεσαίωνα στην ησυχία του. Εξάλλου όπως και να χαρακτηρίσουμε τον Μεσαίωνα, αποδεόχθηκε πως ήταν εποχή προπαρασκευής και κυοφορίας των νέων χρόνων όπου άνθισαν οι πνευματικές και κοινωνικές επαναστάσεις. Η σημερινή εποχή τι σκατά κυοφορεί και για πιο μέλλον μας προετοιμάζει;

Ανώνυμος είπε...

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, δε νομίζω ότι μπορούσε κανείς να προβλέψει το τι θα επακολουθήσει. Αντίστοιχα και σήμερα ασφαλή πρόβλεψη δε νομίζω ότι μπορεί να κάνει κάποιος. Πάντως όσον αφορά τουλάχιστον στις λεγόμενες δυτικές κοινωνίες από το τέλος του Β'Π.Π. μέχρι και αρχές δεκαετίας του '80 υπήρξε ένα minimum αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου και συνθηκών διαβίωσης. Πράγματι τα τελευταία χρόνια ζούμε τη βαρβαρότητα που ασκεί το κυνήγι του χρήματος και των υπερκερδών. Αυτό αναμένεται να είναι ακόμα πιο βάρβαρο τα προσεχή χρόνια, παρά τις όποιες κορώνες που διατυπώνονται σε περιόδους κρίσεων όπου η παντοκρατορία των αγορών τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αυτά σύντομα θα ξεχασθούν και αλίμονο πάλι στο "λαουτζίκο"

Ανώνυμος είπε...

Συμφωνώ μαζί σου ότι κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το τι θα επακολουθήσει, και κατ' αναλογία το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για την παρούσα παλιοκατάσταση.Επομένως παίρνω πίσω την έκφρασή μου περί αμετάκλητης βαρβαρότητας και την αντικαθιστώ με μιά άλλη περί πιθανώς μετακλητής βαρβαρότητας.Όμως η βαρβαρότητα όπως την εκλαμβάνω εγώ δεν έχει να κάνει μόνο με το κυνήγι των υπερκερδών και την απληστία των αγορών, αλλά και με την καταναλωτική αποχαύνωση, την ιδιώτευση των ανθρώπων, και την πλήρη χειραγώγησή τους από τα ΜΜΕ. Εν ολίγοις την συναρτώ με τον κλιματιζόμενο εφιάλτη που ζούμε, ο οποίος προιόντος του χρόνου γίνεται όλο και λιγότερο κλιματιζόμενος και όλο και περισσότερο σκέτος εφιάλτης. Βέβαια στις δυτικές κοινωνίες επιβιώνουν ακόμη κάποιοι θύλακες από τα παλιά και κάποια δικαιώματα και θεσμοί που αποτελούν υπολλείμματα των δημοκρατικών επαναστάσεων του παρελθόντος τους, αλλά συν τω χρόνω όλα αυτά αποστεώνονται και καταλήγουν να αποτελούν μουσειακά είδη.