ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ
Εγκλωβισμένοι στις προσταγές ενός δήθεν καθωσπρεπισμού , παραπαίοντας από δεκάδες μηνύματα ανελέητα χτυπούν δίχως προειδοποίηση, ανυπότακτοι χωρίς ταυτότητα, κουβαλάμε μόνο το όνομα του πατέρα μας δεν βαπτιστήκαμε ποτέ…δεν περίσσεψε όνομα για μας
Κι η επανάσταση απέτυχε
Την κατάπιε το εμπόριο, ναρκωτικά λεωφορείο με ξεφουσκωμένα λάστιχα, ταξίδι που δεν ξεκίνησε ποτέ
Το πλοίο της αγάπης τορπίλισαν πολεμικά Πνίγηκαν νέοι από μπόμπες ποτά …Ξαφνικά αναδύθηκαν απ’ τον βυθό
γέροι κυνικοί με πρόσωπο σκληρό την ουτοπία ξόρκισαν χλευάζουν την ειρήνη
Την ελευθερία στην φυλακή καταδικάζουν!
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Κυλάει το ποτάμι βότσαλα στο διάβα του χαδεύοντας
Κι ο ήλιος με τα καυτά του χέρια την ράχη του σκεπάζει
Προμηνύεται βροχή ανθρώπου μέλλει γέννηση
Βράχοι άτεγκτοι στην μέση στέκουν απροσπέλαστοι,
το νερό βουρκώνει το γλυκό κελάηδισμα ακούγεται οργή
Λυσσομανά το άμοιρο ποτάμι. Υποβόσκει πόλεμος. Μπαρούτι ….
ΦΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
Φλέγεται ο ουρανός τα σύννεφα κλαίνε γοερά
Στα φύλα χύνονται σταγόνες δάκρυα
Άνθρωποι βιαστικοί στους δρόμους κάτω από ομπρέλες
Δεν τους συγκινεί το δράμα του ουρανού
Αδιάφοροι τρέχουν να κρυφτούν, δάκρυα δε μεταλαμβάνουν
Ο ουρανός απειλεί σκίζοντας τα σύννεφα πόνου κραυγή
...Αδιάφορο…. Με την μικρότητα του ο καθένας τους θα ασχοληθεί
Ο ΚΗΠΟΣ
Η μυρωδιά των φύλλων μετά την φθινοπωρινή βροχή
Το άρωμα των λουλουδιών όταν το μπουμπούκι ανθίσει
Το νερό ορμητικό ποτάμι στο αυλάκι
Και οι γάτες αποκοιμούνται ικανοποιημένες στο ψαθί
απ’ τις περιπέτειες της νύχτας που ξημερώθηκε αργά
Εξαντλημένες απ’ τον ολονύκτιο έρωτα………..
Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ
Μην επενδύεις στα επιτεύγματα της αδιάφορης ζωής σου
Την χαρά της στιγμής απόλαυσε ύστερα κοιμήσου
Χτυποκάρδια που φωτίζουν τα λαμπιόνια του μυαλού
Αναπάντεχες ακτίνες λύτρωσης εξ’ ουρανού
ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Η σκέψη μου μια μπόρα σπάθες ήλιων σκισμένη
Ξερά τοιχώματα τάφροι ξαναμμένοι, ανίκανοι
απ’ του ήλιου την οργή να προστατεύσουν
Έμελλε να περιμένω το σκοτάδι
Να δραπετεύσω…όταν κανένα μάτι δε θα βλέπει……
ΟΙ ΘΥΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ
Όταν η θάλασσα αγριεύει κι ο ήλιος σκοτεινιάζει
τέρατα ξεπετάγονται σπαρταρώντας αβοήθητα
Γοργόνες φιλήδονες καλούνε γνέφοντας σου
Ας πετάξουμε προς την θάλασσα να κολυμπήσουμε
προς το άγνωστο, άνοιξαν οι πόρτες της αντίληψης
σχηματίζοντας ρεύμα, παρασύρουν στον βυθό
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Κοιτάζοντας θλιμμένοι…………..
ανασκουμπωνόμαστε να κερδίσουμε ό,τι απομένει
Μα τα μονοπάτια αυτά τα ‘χουμε δρασκελίσει από καιρό
Πλήρωσα το χρέος μου στον θάνατο μόν’ τη μέρα αντικρίζω
Στην γιορτή μου προσκαλώ μόνο το φως…………………
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
Το χαμόγελο σου στάζει αίμα…………………
Μαχαίρι σκίζει το μικρό σου στόμα
Μην προσκαλείς την θετική ενέργεια
Μην την προκαλείς θα χαθεί για πάντα
Η ευτυχία ψεύτικη σαθρή σαν το χαμόγελο σου
Στην απέραντη μοναξιά σου βολοδέρνει επιδεικτικά………
Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ
Κύματα χορεύουν ένας αέρας μουρμουρίζει
Χρωμάτισαν χαλίκια του βυθού νύμφες της θαλάσσης
Φουσκωμένα τα στήθια μου μέσα στην θλίψη
Στην ζωή μου θα προλάβω άραγε τον πλανήτη του βυθού να απολαύσω ;
Εκεί που βασιλεύει η απέραντη σιωπή η αρμονία
Δεν είν’ ο κόσμος τούτος αγκυλωμένος απ’ τις λέξεις
Τα αισθήματα δεν παγιδεύονται μεσ’ τον λόγο δεν τα προδίδει η φλυαρία
Μόν’ το κύμα στο ακρογιάλι σκάει ένα καθησυχαστικό χαμόγελο δειλά
Μην ταράξει την σιωπή την ψυχή μην φυλακίσει μεσ’ τα λόγια………….
ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Του φεγγαριού δυνάμεις συνωμότησαν
Έσμιξαν καταραμένα δέντρα μια γροθιά
Κάτω απ’ την σκιά του φεγγαριού βυθίστηκα
Να με βρει φαρμακερό βέλος του θανάτου μέσα σε σκοτεινό αγρό
έμελλε να κοιμηθώ απ’ το φαρμάκι του καιρό
ΒΙΒΛΙΟ
Ξεφυλλίζεις τις σελίδες βιαστικά δεν βλέπεις τις εικόνες
δεν μυρίζεις την ημέρα στα κελεύσματα της δεν ακούς
αδιάφορα φυλλομετράς στο κάλεσμα δεν υπακούς
και τις μέρες ξεφυλλίζεις δίχως να σταθείς
Στο τέλος του βιβλίου ξαφνικά σαστισμένος απορείς
…πως έφτασε στο τέλος τόσο γρήγορα η ζωή…………………….
Μανώλης Κιαγιάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου